Τρίτη 16 Ιουλίου
30.8 C
Tinos

Αγάπες και μαραντίσματα από παλιά

Γράφει ο π.Μάρκος Γ. Φώσκολος

ΑΠΟ ΤΗ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΤΗΝΟΥ

Είναι γνωστό το ελληνικό προϊόν MERENDA που παράγεται από την σοκολατοποιία ΠΑΥΛΙΔΗΣ και που αποτελεί μια πολύ καλή απομίμηση του ιταλικού προϊόντος NUTELLA. Αν μπούμε στον κόπο να αντλήσουμε πληροφορίες από το διαδίκτυο για τα προϊόντα αυτά, πολύ ελκυστικά για μεγάλους και μικρούς, θα πέσουμε πάνω σε μια συνοπτική ιστορία, που περικλείει και την ετυμολογία του ονόματος του ελληνικού εδέσματος της
MERENDA και θα διαβάσουμε μεταξύ άλλων και τα παρακάτω:


Θα εξηγήσω πως δικαιολογείται ο χαρακτηρισμός «ανταμοιβή», ανατρέχοντας στις ρίζες
της λέξης “merenda” και συγκεκριμένα στο γερούνδιο, του λατινικού ρήματος merere,
που έδωσε στα ιταλικά το meritare (αξίζω), όπου εντοπίζεται η σημασία «κολατσιό» που
έχει πάρει σήμερα η λέξη. Κάποια στιγμή το merenda δήλωνε το ενδιάμεσο γεύμα που
δινόταν ως ανταμοιβή σε όσους «δούλεψαν» για να το αξίζουν. Από εκεί πέρασε και στο
παιδικό κολατσιό, καθώς ταυτίστηκε με τη λιχουδιά που έδιναν μανάδες και γιαγιάδες
στα μικρά παιδιά όταν ήταν φρόνιμα και υπάκουα.


Και τι θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερη ανταμοιβή – για μικρά και μεγάλα παιδιά – από
τη βελούδινη υφή μιας κρέμας φουντουκιού με σοκολάτα, η οποία ως γνωστόν λειτουργεί
καθησυχαστικά, «κοιμίζοντας» τα άγχη μας, όταν μάς κυριεύει το στρες;


Υπάρχουν βέβαια κι άλλες εκδοχές που ετυμολογούν το merenda είτε ως παράγωγο του
meridies (μεσημέρι) που δηλώνει το γρήγορο γεύμα, το κολατσιό είτε ως μεταγραφή στα
λατινικά της ελληνικής του ουσιαστικού «μερίς» (τμήμα, κομμάτι), που παράγεται από το
ρήμα μείρομαι (συμμετέχω, παίρνω μερίδιο και κατ’ επέκταση το μερίδιο μου από το
φαγητό), αλλά προσωπικώς δεν τις βρίσκω τόσο πειστικές.

Πασχαλινή τράπεζα Αγάπης στην ορθόδοξη ενορία του Κτικάδου

Έχω την εντύπωση πως εδώ βρίσκεται και η ερμηνεία της λέξης «μαραντίζω» →
«μαράντισμα» του τηνιακού λεξιλογίου που δεν βρίσκεται η ετυμολογία του ή η
ερμηνεία του σε κανένα γνωστό λεξικό, ούτε και στα παλαιότερα.


Και σήμερα ακόμα χρησιμοποιείται ευρύτατα όταν θέλουμε να αναφερθούμε σε
ένα πρόχειρο γεύμα ή κολατσιό στην εξοχή, αυτό που σήμερα επικράτησε να
λέγεται στα αμερικάνικα «πικ-νικ». Κάποτε, εξαιτίας της γνωστής ιστορικής
σχέσης, η γλώσσα μας έπαιρνε δάνεια από την ιταλική γλώσσα (έχουν διασωθεί
πολλοί γαστρονομικοί όροι στην ιταλική διάλεκτο). Σήμερα δανείζεται από τη
διάλεκτο την πέρα του Ατλαντικού, ακόμα και αν υπάρχει αντίστοιχη στο
ελληνικό λεξιλόγιο.


Τι, όμως, είναι το τηνιακό «μαράντισμα». Τις τελευταίες μέρες χρησιμοποιήθηκε
ευρέως στις ιστοσελίδες και στα κοινωνικά δίκτυα, προκειμένου να γίνει
αναφορά στα εξοχικά πανηγυράκια της Λαμπροβδομάδας. Αλλά πρόκειται για
λανθασμένη χρήση.


Τρία σημαντικά έθιμα των κατοίκων των χωριών μας βρίσκονταν κοντά-κοντά
και σήμερα δημιουργείται κάποια σύγχυση στην κατανόησή τους: τα
μαραντίσματα, οι Αγάπες και οι «Αναστάσεις» των εξωκλησιών. Και οι τρεις
αυτές παραδοσιακές εκδηλώσεις είχαν κοινά στοιχεία τον χρόνο και το φαγητό,
αλλά διέφεραν ουσιαστικά μεταξύ τους. Ας δούμε τα χαρακτηριστικά τους και,
στο τέλος, κάποιες πληροφορίες που έρχονται από τρεις τουλάχιστο αιώνες
παλαιότερα από σήμερα.


Α. Οι Αγάπες είναι ένα πρωτοχριστιανικό φαινόμενο, όπου οι χριστιανοί πριν
την τέλεση της Ευχαριστίας, συνέτρωγαν σε κοινά τραπέζια, που ονομάζονταν
«Αγάπαι». Ήταν, μάλιστα, τόσο στενά συνδεδεμένα τα δύο πράγματα, δηλαδή η
Ευχαριστία και το φαγητό σε κοινή τράπεζα, ώστε αποτελούσαν μια «πράξη».
Επειδή όμως στο κοινό φαγητό που προηγούταν άλλοι έτρωγαν και έπιναν πολύ
και μετά η τέλεση της Ευχαριστίας έχανε την αξιοπρέπεια που έπρεπε να έχει ως
«ανάμνηση του Δείπνου του Κυρίου», οι Απόστολοι ξεχώρισαν τις δυο πράξεις
και επέβαλαν να τελείται πριν η Ευχαριστία και μετά να ακολουθεί το κοινό
δείπνο, ώστε όλοι να είναι νηφάλιοι. Έτσι παρέμεινε το όνομα «Αγάπη» μόνο για
το δείπνο ή το γεύμα που ακολουθούσε.

Στην Τήνο αυτές οι δυο πράξεις έμειναν αλληλένδετες. Δεν νοείται τηνιακό
πανηγύρι χωρίς να ακολουθεί κοινή τράπεζα μετά την τέλεση της Λειτουργίας. Η
Αποστολική παράδοση (1Κορ 11,17-22. Ιούδα Επιστολή 12) συνεχίζεται να
εφαρμόζεται σε όλες τις ενορίες, ορθόδοξες και καθολικές, πράγμα που
φανερώνει την κοινή καταγωγή του εκκλησιαστικού εθίμου. Στα πανηγύρια των
χωριών, συνήθως την κοινή τράπεζα την ετοιμάζει ο οικοδεσπότης που παρέχει
τη φιλοξενία και προσκαλεί φίλους και ξένους ακόμα να τη μοιραστούνε. Σε
κάποια χωριά, ιδιαίτερα σε ορισμένα ορθόδοξα, η συνεστίαση είναι οργανωμένη
μόνο για τους χωριανούς και ενίοτε μόνο για τους άνδρες, σε στενότερο κύκλο.
Μάλλον πρόκειται για κατάλοιπο μεσαιωνικής εποχής, όταν οι κοινότητες των
χωριών ήταν περισσότερο εσωστρεφείς και συχνά λάβαιναν αποφάσεις για
καθημερινά θέματα που έπρεπε να αντιμετωπίσουν από κοινού. Η απουσία των
γυναικών (μόνο στην κουζίνα!) ίσως να αποτελεί συνέχιση της επίσης
αποστολικής εντολής «αι γυναίκες εν ταις εκκλησίας σιγάτωσαν…» (1Κορ
14,34). Οι «εκκλησίες» εν προκειμένω είναι οι «συνάξεις» και όχι οι «ναοί».
Υπάρχουν όμως και εκείνες οι εορτές, στα εξωκλήσια κυρίως, όπου η κάθε
οικογένεια φέρνει το δικό της φαγητό και το θέτουν όλοι μαζί σε κοινή διάθεση
όσων έλαβαν μέρος στη Λειτουργία. Αυτή, η από κοινού συνεστίαση στα
εξωκλήσια, δεν είναι «μαράντισμα». Είναι «Αγάπη».

Β. Τη Λαμπροβδομάδα ή Διακαινήσιμο ανασταίνουν οι ενορίτες σε κάποιο από
τα ενοριακά τους εξωκλήσια. Σπάνια, ιδιαίτερα αν συμπίπτει και η εορτή (όπως
στα ορθόδοξα χωριά η Ζωοδόχος Πηγή), «ανασταίνουν» σε δύο. Συνήθως, στις
καθολικές ενορίες, τελείται η Ανάσταση σε ναούς που συνδέονται με το γεγονός
που εκείνη την ημέρα περιγράφεται στο ευαγγελικό Ανάγνωσμα της ημέρας,
είτε η ονομασία του ναού συνδέεται λεκτικά με το Πάσχα (π.χ. Αγ. Φωτοδότης).
Οι υπαίθριες αυτές «Αναστάσεις» γίνονται σε εξωκλήσια της υπαίθρου, στο
βουνό ή στη θάλασσα και πρόκειται για εξωκλήσια ενοριακά και όχι ιδιωτικά.
Είναι, μάλιστα, από αιώνες καθορισμένες και η εκκλησία και η μέρα αυτής της
τελετής της Ανάστασης, όπου διασώζεται κατά γράμμα η αποστολική παράδοση
που προανέφερα. Το γεγονός ότι και οι καθολικοί στην Ελλάδα συνεορτάζουν
στην ίδια ημερομηνία το Πάσχα με τους ορθόδοξους συντοπίτες τους, έχει λίγο
ταράξει τα ενοριακά ημερολόγια και ορισμένες από αυτές τις Αναστάσεις έχουν
προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα.

Η κοινή τράπεζα που στρώνεται στη συνέχεια της Λειτουργίας, είτε κάτω από τα
δέντρα, είτε σε κτιστές αίθουσες/τραπεζαρίες με μαρμάρινα τραπέζια, είτε
κάποιες φορές και στην ακρογιαλιά (ιδιαίτερα παλαιότερα), δεν αποτελούν
«μαράντισμα», αλλά είναι «Πασχαλινή Αγάπη». Οι ίδιοι οι πιστοί λένε: «πάμε να
αναστήσουμε» και όχι «πάμε να μαραντίσουμε».

Ανοιχτή Πασχαλινή Τράπεζα Αγάπης στον Κουμάρο



Για τη Λαμπροβδομάδα σε ορθόδοξα και καθολικά χωριά, είχαμε γράψει στο
παρελθόν δυο όμορφα κείμενα ο φίλος λαογράφος κ. Αλέκος Φλωράκης και εγώ.
Ήταν σαν επίλογος σε ένα ιδιαίτερα όμορφο και πλούσιο μπουκέτο φωτογραφιών
που είχε «τραβήξει» ο επίσης φίλος κ. Αριστείδης Κοντογεώργης σχεδόν σε όλα
τα χωριά του νησιού και είχε εκδώσει ο Δήμος Εξωμβούργου σε συνεργασία με
τις «Επιχειρήσεις Παλαμάρης» το έτος 2009, με τίτλο «Πάσχα στην Τήνο».
Όσοι το είχαν και το κράτησαν, έκαμαν πολύ καλά…

Γ. Τι είναι λοιπόν το Μαράντισμα; Το μαράντισμα ήταν (και είναι;) ένα
αγροτικό και κοινωνικό έθιμο που έχει σχέση αποκλειστικά με την άνοιξη, όταν
αυτή «έχει μπει για τα καλά». Αποτελεί μια γιορτή για την άνοιξη και την
καρποφορία των σπαρμένων. Επειδή δεν ενδεικνυόταν κατά την περίοδο της
Σαρακοστής, γινόταν κατά την μεταπασχαλινή περίοδο.

Μια ή περισσότερες οικογένειες συνεννοούνταν για μια ξαφνική έξοδο από το
χωριό προς ένα σημείο κοντινό προς το χωριό τους, αλλά σίγουρα εξοχικό, όπου
έτρωγαν μαζί (σε κάποιο αλώνι, που το καθάριζαν προηγούμενα από
αγριόχορτα, για τη χρήση του στις αρχές Ιουνίου) ή και στην αυλή κάποιου
εξωκλησιού. Σχεδόν ποτέ το μαράντισμα δεν αφορούσε το σύνολο των
κατοίκων ενός χωριού, αλλά οικογένειες, συγγενείς ή φίλους. Κάποτε το
μαράντισμα το αποφάσιζαν και το οργάνωναν μόνο παιδιά. Οι μητέρες τους
τους υποδείκνυαν πού να πάνε και τους ετοίμαζαν το «μαντήλι» με πρόχειρα
φαγητά που ήταν αποδεκτά από τις παιδικές γεύσεις. Ενίοτε οι παιδικές έξοδοι
οργώνονταν και ως «σχολικές εκδρομές» με επιστροφή πριν το ηλιοβασίλεμα.

Μια κοντινή εκκλησιά, με τον περίβολό της ή και κάποια κοντινή «κάμαρα» ή
«κατ’κιό», ήταν μια καλή λύση για το υπαίθριο γεύμα και τη διασκέδαση, επειδή
δεν ήταν σπάνιο φαινόμενο η ζεστή καλοκαιριάτικη μέρα να μετατραπεί, κατά
το απομεσήμερο, σε καταιγίδα, όπως συνέβαινε συχνά την άνοιξη, όταν έβρεχε
ακόμα και που δεν υπήρχαν ούτε ανακοινώσεις από τη μετεωρολογία.

Ένα μεγάλο τραπεζομάντηλο ή ένα σεντόνι απλωνόταν για το φαγητό, που ήταν
συνήθως καλό, επειδή οι «νήστιες» της Σαρακοστής είχαν τελειώσει. Είτε χοιρινό
κρέας σκεπασμένο στη γλίνα (σύγλινο με παΐδα) , είτε κάποιο κατάλοιπο από
αρνί ή κατσίκι, αν γινόταν το μαράντισμα μέσα στη Λαμπροβδομάδα, και ό,τι
άλλο μπορούσε να διαθέσει η πεντανόστιμη τηνιακή κουζίνα και αρκετό κρασί,
ρετσίνα συνήθως ή και ότι είχε απομείνει από το μαύρο κρασί στο κουρούπι.
Ιδιαίτερα αυτό το τελευταίο, αν είχε μείνει λίγο, έπρεπε να ξοδευτεί, αφού δεν
ταίριαζε με τις ζέστες που έρχονταν.

Πασχαλινή υπαίθρια Τράπεζα Αγάπης και μαράντισμα κάτω από τα δέντρα στη Σπηλιώτισσα (Λουτρά).

Τα μαραντίσματα των «μεγάλων» πολύ συχνά μετατρέπονταν σε ομηρικούς
καυγάδες μετά που θα είχαν ξοδέψει τα πρώτα γαλόνια. Στην αρχή ερχόταν το
κέφι, μετά τα τραγούδια και ο χορός -που κάποτε συνοδεύονταν από κάποιο
πρόχειρο ντ’μπάκι ή σαμπούνα…. Ακολουθούσαν κάποια πειράγματα και δεν
ήθελε πολύ να ξεσπάσει ο καυγάς, που τις περισσότερες φορές είχε και τη
διασκέδασή του, όταν αυτοί που τσακώνονταν ήταν μεθυσμένοι. Οι γυναίκες
τους προσπαθούσαν να τους συγκρατήσουν και να τους βάλουν να καθίσουν ή,
αν είχε περάσει και η ώρα, να τους φορτώσουν όπως-όπως πάνω σ’ ένα γάιδαρο
για να γυρίσουν στο χωριό. Η γιορτή δεν έληγε άδοξα με αυτούς τους καυγάδες.
Την άλλη μέρα όλα είχαν ξεχαστεί και το χωριό και οι κάτοικοί του είχαν
περιέλθει και πάλι, μετά το μαράντισμα, στους κανονικούς του ρυθμούς.

Όποιος έχει διαβάσει Αστερίξ, θα συγκρίνει και θα καταλάβει…

Δ. Όμως υπάρχει κάτι άλλο που πρέπει να αναφερθεί και σχετίζεται με την
τελευταία φάση του μαραντίσματος, τον καυγά.

Είναι γνωστό πως το έτος 1716, ένα χρόνο μετά την παράδοση του νησιού στους
Οθωμανούς, οι νέοι κυρίαρχοι ισοπέδωσαν την ως τότε πρωτεύουσα του νησιού,
το Κάστρο και γκρέμισαν σπίτια και εκκλησιές και μεγάλο μέρος από τα τείχη. Οι
κάτοικοι «πήραν των οματιών τους»… Με τα πράγματά στους σε μπόγους,
βγήκαν από τα σπίτια και τα τείχη, πριν ανάψουν οι εχθροί το φυτίλι και είδαν
τα σπίτια τους και τους πύργους να καταρρέουν με φοβερό πάταγο. Άλλαζε η
πορεία του νησιού.

Οι κάτοικοι δεν ήξεραν προς τα πού να τραβήξουν. Κάποιοι που είχαν σπίτι σε
κάποιο χωριό ή συγγενείς που μπορούσαν να τους δεχτούν, τράβηξαν προς τα
εκεί, την ίδια κιόλας μέρα. Υπήρχαν και εκείνοι που δεν είχαν πού να πάνε.
Ανάμεσά τους οι τρεις Ιησουίτες που είχαν μέσα στο Κάστρο την εκκλησιά τους
και το μικρό μοναστήρι τους, ένα μικρό σπίτι που τους είχε παραχωρήσει η
οικογένεια Σκούταρη μαζί με την εκκλησιά, την Αγία Σοφία, που ήταν
οικογενειακή τους. Αυτή η εκκλησιά βρισκόταν στη σκιά ενός οχυρωμένου
πύργου (με κανόνια) του Πάνω-Κάστρου που αγνάντευε προς τη πλευρά του
νοτιά και είχε ορατότητα προς όλα τα κυκλαδονήσια και ήταν αφιερωμένος
στον Άγιο Μάρκο.

Χωρίς οίκημα οι τρεις Ιησουίτες αναγκάστηκαν να διαλύσουν την κοινότητά
τους και να πάει ο καθένας και σε ένα χωριό (ένας έμεινε στο νέο χωριό, το
Ξώμπουργο, ο άλλος πήγε στον Κάμπο και ο τρίτος στα Κελιά) και
προσφέροντας τις ιερατικές τους υπηρεσίες να μπορέσουν να επιζήσουν. Οι
κάτοικοι των χωριών είχαν τρόφιμα. Τα βράχια του Ξώμπουργου μήτε χόρτα.

Στην αρχή, όμως, μετά την καταστροφή του Κάστρου, βρήκαν καταφύγιο σε ένα
μικρό υπάρχον εκκλησάκι, αφιερωμένο στην Αγία Κατερίνα (αργότερα
μετονομάστηκε σε Αγία Σοφία, και στις αρχές του 20ού αιώνα σε «Ιερά Καρδία
του Ιησού») και άρχισαν να τελούν εκεί τις τελετές τους και να συγκεντρώνουν
εκεί και τις μοναχές Ουρσουλίνες της περιοχής που είχαν βρεθεί και αυτές άστεγες
και βρήκαν φιλοξενία σε κάποια σπίτια. Αργότερα απέκτησαν δικό τους οίκημα και στο Ξώμπουργο και στον Κουμάρο.

Φτάνοντας οι καλοί πατέρες στα χωριά, άρχισαν να γνωρίζουν τους κατοίκους
τους, τα θρησκευτικά και άλλα έθιμά τους και ως πιο μορφωμένοι από τον
ντόπιο εφημεριακό κλήρο προσπάθησαν να επιφέρουν «μεταρρυθμίσεις» στη
ζωή των κατοίκων. Διαπίστωσαν πως οι χωριανοί είχαν πολλές γιορτές μέσα
στο έτος και οι γιορτές αυτές τέλειωναν σχεδόν πάντα με διασκεδάσεις που θα
μπορούσαν να θεωρηθούν ηθικά ύποπτες. Από τις διασκεδάσεις αυτές
ξεχώριζαν οι χοροί.

Κάθισαν, λοιπόν, οι Ιησουίτες και έκαμαν καταλόγους κατά χωριό, με τις εορτές
και τις αντίστοιχες ημερομηνίες, που κατέληγαν πάντα σε διασκέδαση και
αποφάσισαν να καταρτίσουν ένα πρόγραμμα αντίδρασης σ’ αυτές τις εορτές.
Μεταξύ αυτών κατέταξαν: τα ενοριακά πανηγύρια, τις πασχαλινές Αγάπες και
τα μαραντίσματα. Τα πανηγύρια και οι Αγάπες γιορτάζονταν σε σταθερές
ημερομηνίες ή ημέρες, αλλά δεν συνέβαινε το ίδιο με τα μαραντίσματα. Οι
Ιησουίτες όμως είχαν στα περισσότερα χωριά τους πληροφοριοδότες τους, οι
οποίοι έγκαιρα και έγκυρα του ενημέρωναν προκειμένου να είναι έτοιμοι να
αντιδράσουν.

Εκείνο που οι μοναχοί ήθελαν να καταπολεμήσουν, ήταν το μεθύσι και οι χοροί.
Φτάνοντας στον τόπο της εορτής, όλο και κάποιοι θα καλούσαν τον μοναχό για
να συμφάει μαζί με την οικογένειά του. Καθόταν, λοιπόν και εκείνος σε κοινή
παρέα, προφανώς θα τον κερνούσαν και άλλοι, αλλά βρισκόταν σε κατάσταση
συναγερμού. Στους μεθυσμένους έκανε προσωπική παρατήρηση, αλλά όταν
σηκώνονταν άνδρες και γυναίκες για να χορέψουν, τότε άλλαζε τακτική.
Ανέβαινε ο μοναχός πάνω σε μια ψηλή πέτρα ή σε ένα τοίχο και άρχιζε ένα
πύρινο λόγο εναντίον των ηθικών παρεκτροπών με όποια επιχειρήματα του
έρχονταν στον νου, κατακεραυνώνοντας τους αμαρτωλούς και απειλώντας τους
με το πυρ το εξώτερον.

Οι ίδιοι οι μοναχοί, στο Ημερολόγιο της μονής και σε εκθέσεις τους, σημείωναν
πως δεν υπήρχαν χοροί πιο ηθικοί από τους νησιώτικους, όπου οι άνδρες και οι
γυναίκες χόρευαν αντικρυστά ή τελείως χωριστά, αλλά φοβούνταν τους
ευρωπαϊκούς χορούς να μη διεισδύσουν στις νησιώτικες κοινότητες, ιδιαίτερα
στα καθολικά χωριά, των οποίων οι κάτοικοι ήταν περισσότερο επιρρεπείς στο
να δέχονται και να υιοθετούν τις ευρωπαϊκές «μόδες». Πριν λοιπόν υιοθετηθούν
αυτοί οι χοροί, που χορεύονταν κατά ζευγάρια και μάλιστα όχι όλα παντρεμένα,
έπρεπε να σταματήσουν το «κακό» στη ρίζα του: να ξεριζώσουν το έθιμο ή να
διακόψουν την εξέλιξή του. Και μην έχοντας άλλο όπλο στα χέρια τους, το
φόβητρο της κόλασης ήταν και πρόχειρο και αποτελεσματικό….

Πριν δούμε τις ημερομηνίες των πανηγυριών και λοιπών εορτών κατά χωριό,
όπως τα σημείωσαν οι πατέρες Ιησουίτες, ώστε βρίσκονται έτοιμοι για τις
εξορμήσεις τους, να σημειώσουμε πως υπάρχουν και μερικά λάθη που δεν
ανταποκρίνονται στην τότε πραγματικότητα. Δεν είναι εύκολο να διακρίνει
κάποιος την αιτία αυτών των λαθών:

Αυτά είναι τα κέντρα όπου λαβαίνουν χώρα οι δημόσιοι χοροί, όπως μας τις
υποδεικνύουν οι Αναμνήσεις εκείνης της εποχής, μαζί με τις υποδείξεις των
ημερομηνιών.

Στην Κολυμπήθρα, τόπος παραθαλάσσιος, την Τετάρτη μετά το Πάσχα, είναι ο τόπος
συνάντησης των χωριών του κάτω Τηνιακού Κάμπου, που λέγεται Κάτω-Μέρη.

Στη Σπηλιάτσα (=Σπηλιώτισσα) πραγματοποιούν γιορτή την Πέμπτη μετά το Πάσχα.
Το μέρος αυτό, η Spiliazza (=μικρή σπηλιά) είναι μια πολύ δροσερή τοποθεσία στην
πλαγιά του λόφου που χωρίζει τα Λουτρά από το Σκαλάδο. Ονομάζεται έτσι από ένα
μικρό παρεκκλήσι μέσα σε μια σπηλιά, αφιερωμένο στην εμφάνιση του Χριστού
στην Αγία Μαγδαληνή. Στη συνέχεια, και πάλι το ίδιο επαναλαμβάνεται στο χωριό Λουτρά.
Στη Στενή γίνεται η γιορτή για την Κοίμηση της Θεοτόκου ή την Κυριακή μετά την εν λόγω γιορτή. Στα Κελιά, Αετοφωλιά, Κάτω Κλείσμα, γίνεται η εκδήλωση την Κυριακή μετά τον αποκεφαλισμό του Αγίου Ιωάννη Βαπτιστή. Στον Tιράδο () γίνεται για τη γιορτή του Αγ. Λορέντζου. Στην Καρδιανή και στον Βώλακο γίνεται το πανηγύρι για τη γιορτή της Κιουράς Παναγίας, προστάτιδας των δύο χωριών.

Στον Κάμπο και στη Φορνή (*) την Τρίτη Κυριακή μετά τη Γέννηση της Παρθένου
Μαρίας.

Στο Αγάπι γιορτάζουν την Κυριακή μετά τη γιορτή του Αγίου Λουκά (= 18
Οκτωβρίου). Στον Φαλατάδο την Κυριακή μετά του Αγίου Αντωνίου (17 Ιανουαρίου).

Μετά από αυτή τη μακρά λίστα όλων των κέντρων όπου πραγματοποιούνται γιορτές
και χοροί, οι οποίοι, όπως μπορούμε να δούμε, καταλάμβαναν όλο το έτος, είναι
σημαντικό να σημειώσουμε ότι αυτές οι διασκεδάσεις, τόσο επιζήμιες για τη
δημόσια ηθική, έχουν μειωθεί από την ευλάβεια στην πιο αγνή Καρδία της
Παναγίας. Ούτε λιγότερος ήταν ο καρπός η ευλάβεια που αρχίσαμε στους Αγίους
Αποστόλους, υπό την προστασία της Μαρίας Βασίλισσας και του συζύγου της Αγίου
Ιωσήφ, για τις παντρεμένες γυναίκες. Αυτή η ευλάβεια ξεκίνησε για πρώτη φορά
στις Πνευματικές Ασκήσεις που κηρύχτηκαν κατά τη διάρκεια της Μεγάλης
Εβδομάδας του 1743. Όμως είχε προετοιμαστεί αρκετά χρόνια πρωτύτερα. Ο π.
Miconi, ιδρυτής αυτών των ευλαβειών και ευσεβών έργων, αφού κατέγραψε το
καταστατικό αυτών των ευλαβειών συνιστούσε στα πρόσωπα που έκαναν την
κατήχηση στα χωριά τις Κυριακές, να συνιστούν αυτές τις ευλάβειες στους μαθητές
τους.

Από το κείμενο αυτό μπορούμε να συμπεράνουμε πως όλα τα χωριά (ακόμα και
αυτά που δεν αναφέρονται) είχαν το δικό τους πανηγύρι και το γιόρταζαν όχι
μόνο με τις θρησκευτικές τελετές, αλλά και με τραπέζι και με διασκέδαση.

Το κεντρικό πανηγύρι ενός χωριού γινόταν την ημέρα που ήταν η εορτή του
αγίου στον οποίο ήταν αφιερωμένος ο ενοριακός ναός. Όταν βλέπουμε στον
κατάλογο των Ιησουιτών πως το γλέντι γινόταν σε άλλη ημερομηνία, είναι
προφανές πως την ημέρα της εορτής οι ενορίτες έτρωγαν στο σπίτι τους μαζί με
τους καλεσμένους τους. Οι χωριανοί διασκέδαζαν μόνοι τους άλλη μέρα,
συνήθως μια από τις επόμενες Κυριακές.

Πρέπει επίσης να υποθέσουμε πως σε κάποια χωριά (όπως Καρδιανή, Βωλάξ)
διοργάνωναν τη διασκέδασή τους όλοι οι χωριανοί από κοινού, στην πλατεία
του ναού, αφού εκείνη την ημέρα γινόταν οι χοροί. Αν η διασκέδαση γινόταν στα
σπίτια των ενοριτών, τότε δεν θα ήταν δυνατόν να παρέμβει στις
«παρεκτροπές» ο Ιησουίτης ηθικολόγος…

Και τελειώνοντας, να σημειώσουμε κάποιες παρατηρήσεις για το κείμενο, που
μάλλον είναι λάθη του Ιησουίτη που αντέγραψε τις αρχικές Εκθέσεις:

α) Δεν υπήρξαν χωριά με το όνομα Tirado, Forni.
β) Δεν εξηγείται πως απουσιάζουν κάποια σημαντικά χωριά από τον κατάλογο
(Κτικάδος, Ποταμιά κ.ά.).
γ) Καθολική εκκλησία αφιερωμένη στον Άγιο Λορέντσο δεν μαρτυρείται σε
καμιά εποχή.
δ) Δεν αναφέρεται η εορτή του Αγ. Νικολάου για τη Στενή, επειδή λόγω του
χειμώνα να μη γινόταν δημόσια διασκέδαση. Η αναφορά στην Κυριακή μετά τον
15αύγουστο είναι για τη Φανερωμένη στον Τσικνιά ή στη Φανερωμένη στην
τοποθεσία «Στους Αξά(χ)ους», όπου το μαράντισμα γινόταν μέχρι πριν μερικές
δεκαετίες.
ε) Η αναφορά στον Φαλατάδο, εξηγείται μάλλον ως αναφορά στη μικρή
καθολική ενορία που υπήρχε στον Καθλικάρο εκείνη την εποχή.
Και με αυτά και άλλα μικρότερα λάθη, η Έκθεση του π. Ιησουίτη προσθέτει
κάποια στοιχεία στην κοινωνική ζωή της Τήνου.


Σήμερα το καθαυτού «Μαράντισμα» τηρείται μόνο από τους Μουνταδιανούς της
Αθήνας, οι οποίοι κάθε χρόνο συγκεντρώνονται σε κάποια εξοχή πέριξ των
Αθηνών και «μαραντίζουν» οι οικογένειές τους, με απώτερο σκοπό εκείνο τον
αρχικό: σύσφιξη των κοινωνικών σχέσεων μεταξύ των συγχωριανών.

*

Για τη γιορτή της άνοιξης, που οι κάτοικοι των Υστερνίων εορτάζουν την
Κυριακή του Θωμά με τις «ροδαριές», έχει περιγράψει πιο παλιά τα έθιμα ο
φίλος κ. Κ. Δανούσης.

*

Στα έθιμα της άνοιξης γενικότερα, έχει αφιερώσει ιδιαίτερο κεφάλαιο στο βιβλίο
του «Κάποτε στην Τήνο» ο φίλος κ. Αλ. Φλωράκης, που πρόσφατα
κυκλοφόρησε και στην αγγλική γλώσσα.


*

Η «αναβίωση» παλαιών εθίμων σήμερα, με τυποποιημένες διαδικασίες από
συλλόγους κλπ, μπορεί να προσφέρει θέαμα σε τουρίστες και μη γνωρίζοντες,
μπορεί να φέρνουν χρήματα, αλλά μάλλον στερούνται πνεύματος και λόγο
ουσιαστικής υπάρξεως.

Σημ.
Οι φωτογραφίες προέρχονται από το βιβλίο του Αρ. Κοντογεώργη, Πάσχα στην
Τήνο, που έχω προαναφέρει.

Βραβεία σωματείου “Οι Φίλοι της Τήνου” σε πέντε προσωπικότητες του νησιού

Την Πέμπτη 23 Νοεμβρίου 2023, το σωματείο ΟΙ ΦΙΛΟΙ...

Τήνος 1420: Ένα Απέραντο Ιπποτροφείο

Γράφει ο π. Μάρκος Γ. Φώσκολος Ο πρώτος περιηγητής που επισκέφτηκε...

Tinos Talks : Επεισόδιο #19

Ο πατέρας Μάρκος Φώσκολος είναι καθολικός Ιερέας με καταγωγή...

1286: Πόλεμος Τήνου – Σύρου για ένα γάιδαρο;

Γράφει ο π. Μάρκος Γ. Φώσκολος. Οι Βενετοί έμποροι...