Τετάρτη 16 Οκτωβρίου
22.4 C
Tinos

ΤΟ ΑΛΩΝΙ. Η Μουνταδιανή Μαρία Περιβολαράκη θυμάται…

Την σημερινή Μουνταδιανή Ιστορία που βάζουμε στην κατηγορία “Τήνος πίσω στο Χρόνο” την αλιεύσαμε από το γκρουπ του Μουντάδου στο Facebook από το προφίλ του Ηλία Σιγάλα.

Τώρα που το καλοκαίρι μπήκε για τα καλά, τώρα που οι ζέστες μας κάνουν να φυσάμε και να ξεφυσάμε μέρα νύχτα, όλοι νοσταλγούμε το απαλό δροσερό αεράκι. Μα οι ζέστες συνεχίζουν όμως έχουν και τα καλά τους.

Μπορεί ο καθένας να χαρεί τη θάλασσα, τα χαριτωμένα ηλιοβασιλέματα, τις φεγγαρόλουστες βραδιές καθισμένος στη βεράντα του. Απόψε που η βραδιά είναι τόσο όμορφη, λες κι’ η μάγισσα νύχτα τη στόλισε μ’ όλα τα αστεράκια μικρά και μεγάλα, το φεγγάρι ολοστρόγγυλος κοκκινωπός δίσκος, λες και κρέμεται στον ουρανό δεμένος με αόρατες κλωστές που χάνονται στο άπειρο. Αν και νύχτα η ανάσα της γης είναι ζεστή ακόμη, βγήκα στη βεράντα ν’ ανασάνω, τα μάτια μου αντίκρυσαν τ’ ολόγεμο φεγγάρι, μ’ άρεσε πολύ, μ’ αρέσει να το καμαρώνω, -ένα ζεστό αεράκι μου χάϊδεψε το πρόσωπο, τα μάτια μου ανοιγόκλεισαν βαριά και όλα γύρω μου άλλαξαν εικόνα. Βρέθηκα μακριά. Πίσω ο χρόνος γύρισε σε χρόνια παιδικά ονειρεμένα. Ανάσαινα βαθιά κι’ ένα χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό μου. Αυτή η εικόνα που ήρθε στο μυαλό μου μπορώ να πω δεν μου είχε έρθει ποτέ, δεν την είχα νοσταλγήσει παρά μόνον την είχα ζήσει όλα τα καλοκαίρια όταν ήμουν μικρό παιδί, τότε που μέναμε στο χωριό.

Το χωριό μου, το σπίτι μας, το χωράφι απ’ έξω απ΄ το σπίτι μας το αλώνι γεμάτο χρυσοκίτρινα, άχυρα ζεστά, αχνιστά. Οι φεγγαρόλουστες βραδιές άρχισαν να χοροπηδούν μέσα στο μυαλό μου.

Τα χρόνια τα παλιά η Τήνος ήταν τόπος πολύ παραγωγικός, η γεωργική στην Τήνο ήκμαζε, έβγαζε πολύ κριθάρι και γινόταν και εξαγωγή, καταπράσινα τα χωράφια. Κάθε γεωργός λοιπόν είχε δικό του αλώνι για ν’ αλωνίζει τα κριθάρια του. Μα τα δικά μας χωράφια ήταν μακριά από το χωριό. Είχαμε όμως το χωράφι του θείου Ραφαήλ που ήταν απ’ έξω από το σπίτι μας, ένα γύρω συκιές που έβγαζαν κάθε λογής σύκα, κόκκινα άσπρα ατσιγάνες, νόστιμα και δροσερά που περιμένουμε πότε θα γίνουν για να έχουμε να τρώμε.

Πίσω λοιπόν από τις σκηνές ήταν το αλώνι, εκεί γινόταν το αλώνισμα του κριθαριού. Οι εργάτες αφού θέριζαν τα κριθάρια από τα χωράφια, τα κουβαλούσαν όλα εκεί και έφτιαχναν μια πελώρια χρυσοκίτρινη θημωνιά που λαμποκοπούσε στο καυτό καλοκαιρινό ήλιο, όταν οι ζέστες έπιαναν για τα καλά, τα στάχυα έπρεπε να τα βάλουν στο αλώνι για να αρχίσει η διαδικασία του αλωνίσματος.

Γέμιζε το αλώνι στάχυα και ο εργάτης έβαζε μέσα ζευγαρωμένες τις αγελάδες με φίμωτρο στο στόμα και άρχιζαν τα γύρω γύρω όλοι μέσα στη ζέστη και στον καυτό μεσημεριάτικο ήλιο. Έτσι τα στάχυα γίνονταν ψιλά μικρά κομματάκια, το κριθάρι ξεχώριζε και το αλώνι γέμιζα ως πάνω ένα αφράτος πουπουλένιο αχυρόστρωμα μαλακό και ζεστό. Η διαδικασία του αλωνίσματος κρατούσε δυο τρεις μέρες και η χαρά μας μεγάλωνε όταν μπορούσαμε να βρεθούμε και εμείς ανακατεμένοι σ’ όλο αυτό το καλοκαιρινό πανηγύρι της χαράς.

Μα όταν βράδιαζε και ι δουλειές τελείωναν όλοι τρέχαμε να περάσουμε λίγες ώρες ξενοιασιάς και χαράς μέσα, στο αλώνι. Ζωντανεύουν οι γλυκές μορφές της μαμάς μου, του μπαμπά μου πιο πέρα ο νονός, η νονά μου, η γιαγιά με την όμορφη κορμοστασιά, εμείς τα παιδιά, ξένοιαστα ακόμα από τις σκοτούρες και τα βάσανα της ζωής, ξυπόλυτα και γελαστά χοροπηδάμε μέσα στα απαλά αφράτα άχυρα.

Γύρω η νύχτα άπλωνε τα πέπλα της τα σκοτεινά, μαύρες σιλουέτες ξεχωρίζουν μέσα στο σκοτάδι οι κορφές του Κολοκυθά με τον ανεμόμυλο, και πιο βαθιά το Ξόμπουργο με όλη τη μεγαλοπρέπειά του, απέναντι η Καρυά, εδώ κι’ εκεί ξεχωρίζεις τα φώτα θαμπά να τρεμοσβήνουν, (δεν υπήρχε ηλεκτρικό φως ακόμα) στο βάθος η ρεματιά, εκεί το καταφύγιο των πουλιών, το κελάϊδημά τους χαρίζει τόση αρμονία.

Στην άκρη ο Κουμνιάδος με τα τρία μοναδικά του σπίτια αιώνια τρία φωτισμένα παράθυρα που μας κρατούν συντροφιά.

Και το φεγγάρι φωτίζει ψηλά στον ουρανό τα αστεράκια λάμπουν όπως και τα προσωπάκια μας. Τι τούμπες και κωλοτούμπες κάνουμε μέσα στα αφράτα άχυρα, πότε ξαπλώνουμε και ονειροπωλούμε με το παιδικό μας μυαλό, και ύστερα πάλι αρχίζουμε να κουνάμε χέρια και πόδια δήθεν ότι κάνουμε μπάνιο στη θάλασσα.

Η νονά μου πιο πέρα αρχίζει ένα ρομαντικό τραγουδάκι που χάνεται μέσα στις φωνές και τα παιδικά μας γέλια. Και μέσα σ’ όλους στριφογυρνά κι’ ο μαύρος μας σκύλος ο Έκτωρ, τότε δεν φοβόμασταν ούτε υπολογίζαμε σκόνες, κουνούπια, μικρόβια, περνούσαν απαρατήρητα, μάλλον τα μικρόβια φοβόντουσαν τους ανθρώπου και δεν παθαίναμε τίποτα. Μα δεν ήμασταν μόνον εμείς, από κάτω στον κήπο άκουγες ξέμακρες φωνές και κουβέντες, ήταν στο αλώνι του Αντώνη, άλλο ξεφάντωμα εκεί. Από πάνω δύο αλώνια του μπάρμπα Νικηφόρου. Εκείνος είχε περισσότερα στάχυα, και ο καιρός, όταν έπιανε το βοριαδάκι τους διευκόλυνε καλλίτερα.

Πιο πέρα ήταν δυο αγριοκορομηλιές γεμάτες κόκκινα και κίτρινα κορόμηλα, αυτά θυμάμαι τα φρούτα δεν μου άρεσαν γιατί στην αρχή ήταν γλυκά και στο τέλος το κουκούτσι ξίνιζε και αναγκαζόσουν να κάνεις γκριμάτσα στο πρόσωπό για να σου περάσει η ξινάδα, μας δεν υπήρχαν και τίποτε άλλο, τρέχαμε λοιπόν και κόβαμε, τα τρίβαμε μέσα στις φούχτες μας και τα τρώγαμε αναγκαστικώς.

Πρώτη απ’ την παρέα αναχωρούσε η γιαγιά, σε λίγο άρχιζε ο μπαμπάς μου, «ώρα για ύπνο». Πόσες φορές μας έλεγε κι’ εμάς, ξανάλεγε να πάμε να κοιμηθούμε, ούτε που θυμάμαι, εκείνο που ξέρω να πω είναι ότι εγώ έφευγα τελευταία, κουρασμένη και μπαϊλντισμένη.

Αυτή η ιστορία κρατούσε τρεις τέσσερις βραδιές, μέχρι που έπαιρνε το βοριαδάκι και τη νύχτα οι εργάτες λίχνιζαν τα στάχυα που έπεφταν έξω από το αλώνι για να μείνει πια καθαρό το χρυσοκίτρινο κριθάρι.

Τώρα ένα αφράτο βουναλάκι αχυρένιο έμενε εκεί πολλές μέρες. Και τα βράδια γινόταν το καταφύγιό μας για παιχνίδια.

Μα η ιστορία αυτή του αλωνίσματος κρατούσε πολλές μέρες, γιατί οι χειρόβολοι ήταν πολλοί και έβαζαν πάλι να αλωνίσουν άλλα κριθάρι, οπότε η χαρά μας συνεχιζόταν σχεδόν όλο τον Ιούλιο. Θυμάμαι ένα, μεγάλο αμπάρι μέσα στο κατώι μας γεμάτο κριθάρι.

Και στου νουνού μου το κατώι, θυμάμαι τις μεγάλες ξύλινες βαρέλες, γεμάτες κριθάρι.

Τα χρόνια περνούσαν, στην Τήνο έφτασε η πρώτη αλωνιστική μηχανή, έπειτα η δεύτερη. Η όλη εργασία του αλωνίσματος γίνεται με πιο μεγάλη ευκολία, πιο γρήγορα και ξεκούραστα. Τα αλώνια έμειναν πλέον διακοσμητικά πέτρινα κτίσματα στις άκρες των χωραφιών. Και το αλώνι έξω στο χωράφι υπάρχει, μόνο που είναι γεμάτο χαλίκια και άμμο και τούτη η όμορφη καλοκαιριάτικη νύχτα με έφερε τόσο κοντά στις περασμένες νύχτες στο χωριό, μέσα στη ζεστή αγκαλιά τ’ αλωνιού, νοιώθω τ’ άχυρα να μου γαργαλούν το λαιμό, να χώνονται μέσα στα μαλλιά μου και στα πόδια μια καούρα να θέλω να τα ξύνω.

Τώρα κοιτάζω πάλι τ’ αστέρια, το ολοστρόγγυλο φεγγάρι και ξεκουράζομαι, έπειτα από το μακρινό περίπατο των παιδικών μου χρόνων και σκέπτομαι ότι τα σημερινά παιδιά αγνοούν την όλη διαδικασία του αλωνιού.

Τήνος 2-7-91

Από τη σελίδα του Μουντάδου στο Facebook

Επιλογή Ευθύνης – Επισκέψεις στα χωριά Μουντάδος, Καρυά, Μυρσίνη

Συνεχίζουμε τις επισκέψεις της στα χωριά. Σήμερα! Τετάρτη 20...

Δύναμη Δημιουργίας – Πρόγραμμα επισκέψεων συνδυασμού | Δευτέρα 18 Σεπτεμβρίου 2023

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΠΙΣΚΕΨΕΩΝ ΤΟΥ ΣΥΝΔYΑΣΜΟΥ ΤΗΝΟΣ – ΔΥΝΑΜΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ ΔΕΥΤΕΡΑ 18 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ...

Νεό τραγούδι του Βαγγέλη Κονιτόπουλου με αφιέρωση στον Μουντάδο της Τήνου

Ένα νέο τραγούδι έβγαλε ο Βαγγέλης Κονιτόπουλος με τίτλο...

Προγράμματα εορτασμού Αγίων Αναργύρων | Αρνάδο, Μουντάδο, Μαρλά

Φέρεται εις γνώσιν των ευσεβών και φιλεόρτων Χριστιανών τηςιεράς...