Τετάρτη 16 Οκτωβρίου
22.4 C
Tinos

Η ΜΟΥΡΙΑ της τσάτσα ΦΡΑΤΖΕΣΚΑΣ!

Την σημερινή Μουνταδιανή Ιστορία που βάζουμε στην κατηγορία “Τήνος πίσω στο Χρόνο” την αλιεύσαμε από το γκρουπ του Μουντάδου στο Facebook από το προφίλ του Ηλία Σιγάλα.

Η Δασκάλα Μαρία Περιβολαράκη θυμάται!

Στην άκρη του χωριού βρισκόταν το σπίτι μας που είχε θέα μεγάλη, γιατί μπροστά μας απλωνόταν όλο το χωριό, πέρα η θάλασσα που έφτανε μέχρι τη Σύρα και το στενό. Ήταν μια ωραία γειτονιά με τα τέσσερα σπίτια το ένα κοντά στο άλλο.

Δίπλα μας ήταν το σπίτι της γιαγιάς μου, απέναντι της κυρίας Πολυξένης και από κάτω της κυρά Λουκίας. Τα άλλα σπίτια του χωριού ήταν μακρύτερα σχετικά, έπρεπε να ανεβείς και να κατεβείς σκαλιά και σκαλιά, τι χωριό κι αυτό, χάθηκαν τα ίσια από το ανέβα κατέβα. Οι χωριανοί δεν έχουν φόβο να πιάσουν άλατα τα γόνατά τους. Σ’ αυτή λοιπόν τη γειτονιά ζήσαμε αρμονικά κι’ ωραία, παίξαμε μέσα στο βουληχτό με τις συκιές, τρέξαμε, ομολογώ ότι μέχρι τα δέκα πέντε μου χρόνια δεν είχα σκεφτεί ότι υπήρχε άλλο μέρος στον κόσμο ωραιότερο και καλλίτερο.

Λίγο πιο κάτω ήταν ο φούρνος, από την άλλη μεριά ήταν δυο μικρές πηγές. Ο απάνω κλίς και ο κάτω κλίς, από κει παίρναμε το δροσερό καθαρό νερό που δεν είχε ούτε μικρόβια, ούτε ποτέ το έστειλαν στο χημείο για έλεγχο, ο επάνω κλίς χωμένος μέσα στην κουφάλα σαν σπηλιά παραμυθένια και μια πλακόστρωτη χαβούζα μέσα στους βάτους και στις μουριές, πάντα γεμάτη δροσερό νερό που το παίρναμε για τη λάτρα του σπιτιού. Ο κάτω κλίς ένα μεγάλο υπόστεγο στη γωνιά το αποδοχάρι με το νερό να τρέχει και στο μέσον λίγο χαμηλά, μία βρύση που παίρναμε νερό. Και γύρω στα χωράφια δέντρα, μουριές κερασιές, στην αυλή της νονάς μου πασχαλιές που μοσχομύριζαν κάθε άνοιξη. Εμείς δεν είχαμε μέσα στην αυλή μας δένδρα γιατί ήταν ψηλή, μόνον λουλούδια, γαρουφαλιές, βασιλικοί που έσπαζαν ρεκόρ κάθε χρόνο. Έζησα όμως πολύ κοντά με ένα δέντρο που ακόμα το θυμάμαι κι’ αφιερώνω λίγες γραμμές σ’ αυτή τη μουριά και στην καλή νοικοκυρά που το είχε.

Κάτω από το σπίτι μας ήταν το σπίτι του κυρ’ Αντώνη και της κυρά Λουκία, ένα μεγάλο σπίτι και απ’ έξω μεγάλη αυλή με πολλά δένδρα. Ένας μεγάλος ψηλός μανδρότοιχος και μια ξύλινη πόρτα, κοντά στην πόρτα λοιπόν βρισκόταν μια μεγάλη άσπρη μουριά με τα καταπράσινα τρυφερά της φύλλα, το δένδρο της χαράς το είχα ονομάσει, γιατί εκεί πάνω έζησα χρόνια ωραία και καλά.

Αυτή λοιπόν η μουριά, είχε ευλογία Θεού. Γέμιζε άσπρα ωραία νόστιμα μούρα περίπου όλο τον Ιούνιο ήταν φορτωμένη φύλλα μούρα και παιδιά.

Όταν ήμουνα μικρή που δεν μπορούσα να κόψω μόνη μου, θυμάμαι πήγαινε ο καλός μου ο μπαμπάς και μου έκοβε, μα σαν λίγο μεγάλωσα, ήμουν πρώτη και καλλίτερη στο παιχνίδι.

Αυτή λοιπόν η μουριά, είχε ένα μεγάλο χονδρό κορμό, που από την καρδιά του ξετρύπωνα μακριά χονδροδεμένα κλαδιά γεμάτα μικροκλαδιά, τα μισά κλαδιά έγερναν στο δρόμο και τα άλλα μέσα στην πλακόστρωτη αυλή.

Όλο το χειμώνα τα κλαδιά ήταν γυμνά και γκρίζα και τον μήνα Απρίλιο μικρά πράσινα μπουμπούκια άλλαζαν τη μορφή της. Το Πάσχα γέμιζε μικρά τρυφερά φυλλαράκια που μάζευε η Νονά μου για να ταΐσει τους μεταξοσκώλικες.

Τα φύλλα μεγάλωναν ολοένα και, η μουριά στολιζόταν με μια ωραία πράσινη φορεσιά. Τον Ιούνιο γέμιζαν οι κορφές με άσπρα-πράσινα μπαλάκια, τα μούρα. Και τότε άρχιζαν να καταφθάνουν καθημερινά τα παιδιά του χωριού που τότε ήταν πολλά. Γέμιζαν τα κλαδιά με παιδιά κάθε ηλικίας, τα αγόρια έφταναν στα πιο ψηλά κλαδιά, τα κορίτσια πιο χαμηλά, τα μικρά τα πιτσιρίκια περίμεναν από κάτω να τους πετάξουμε εμείς. Σε λίγο κατέφθαναν και οι κότες και τα κοτόπουλα για να μαζέψουν ότι περίσσευε από χάμω.

Ανεβασμένη σ’ ένα χονδρό κλαδί, αχ πως μου άρεσε να βρίσκομαι αιωρούμενη, βλέπω κάτω στην αυλή, μπροστά και δίπλα στο δρόμο της μουριάς ένα πέτρινο τραπέζι που πατούσαμε πάνω, και μετά στο τοίχο και ανεβαίνουμε στα κλαδιά. Πάνω στο τραπέζι στη γωνία ένας σωρός μικρές πατάτες, κολοκύθια, μελιτζάνες. Πάντοτε και κάθε εποχή επάνω στο πέτρινο τραπέζι έβλεπες φρούτα και λαχανικά κάθε εποχής. Πιο πέρα μια ψηλή αχλαδιά φορτωμένη άγουρα αχλαδάκια, φυτεμένη κοντά σ’ ένα παράθυρο. Στην Αλτάνα πιο πέρα τρία κυπαρίσσια γεμάτα κυπαρισσόμηλα που παίζαμε πετώντας τα ο ένας στον άλλο, στην άκρη πέρα στη γωνία μια κληματαριά που η ρίζα της βαθιά κάτω στο κατώι ανέβαινε και έφτιαχνε μια καταπράσινη κληματαριά μέσα στην αυλή.

Μέσα στην αυλή βλέπω την πλούσια την τσάτσα Φρατζέσκας να πηγαινοέρχεται. Μια γυναίκα κοντή στο μπόι, με τη μαύρη ρόμπα της, την ποδιά με ένα κορδόνι που περνούσε από το λαιμό της, μαύρες και γκρι ψιλές ρίγες, ένα μαντήλι μαύρο δεμένο στο κεφάλι, στεγνή-ξερακιανή γυναίκα, λίγο αδύνατη με τις μαύρες παντούφλες, αμίλητη να μας παρακολουθεί. Ήταν γυναίκα του σπιτιού απομονωμένη στο νοικοκυριό της, και μαθημένη στην απόλυτη ησυχία που την ξεχνούσε τον Ιούνιο που έδινε την άδεια στον παιδόκοσμο του χωριού με τις φωνές του να γεμίζει την αυλή της. Μας έδινε την άδεια ν’ ανεβούμε στη μουριά, μα παρακολουθούσε κάθε μας κίνηση, κι’ όταν η ώρα περνούσε πού ποτέ δε λέγαμε να φύγουμε μόνοι μας, μπορώ να πω μας έδιωχνε. Ακόμα θυμάμαι και τρέχουν τα σάλια μου τα γλυκά και εύγευστα ήταν τα άσπρα μούρα της τσάτσα Φρατζέσκας, τα τρώγαμε όπως τα κόβαμε από πάνω απ’ τα κλαδιά, ποτέ δεν τα πλέναμε, ούτε μύγες, ούτε σκόνη ή χώμα φοβηθήκαμε να μην μας πειράξουν, αλλά και ποτέ δεν αρρωστήσαμε με κοιλιακές ανωμαλίες.

Γενιές πολλών παιδιών πριν από μένα και μετά, χόρτασαν με τα μούρα, ανέβηκαν κι’ αγκάλιασαν τα κλαδιά της μουριάς, γλυκάθηκαν και ίσως γιατί όχι, πολλές φορές έσβησαν την πείνα τους με λίγα άσπρα μούρα. Ακόμα και τα μικρά σπουργίτια το δειλινό τιτίβιζαν και ρουφούσαν τα εναπομείναντα στα πιο ψηλά κι’ άπιαστα κλαδιά καμωμένα μούρα. Κι’ αφού τελείωνε όλο το μάζεμα και φεύγαμε, ανέμελα παιδιά, τότε αφήναμε χάμω γεμάτα σπασμένα φύλλα και κλαδάκια, που ποτέ δεν φιλοτιμηθήκαμε να τα σκουπίσουμε.

Όταν πια ερχόταν και το Πανηγύρι του Αγίου Ιωάννου έκοβαν και οι ξένοι μούρα και έφτανε το τέλος της καρποφορίας. Σε λίγο καιρό γινόταν τα μαύρα μούρα, που ποτέ δεν τα συμπάθησα γιατί εκτός που ήταν, γλυκόξινα, ήταν και πολύ επικίνδυνα να μας λερώσουν τα ρούχα μας. Τα χρόνια πέρασαν, εγώ έφυγα από το χωριό, η γειτονιά μας άλλαξε, η άσπρη μουριά γέρασε.

Ο χονδρός κορμός της υπάρχει με καινούργια δυο-τρία βλαστάρια. Έχω χρόνια πολλά να φάω άσπρο μούρο, μα κάθε φορά που θα πάω στο σπίτι μας σκύβω απ’ την αυλή και ρίχνω μια ματιά ευγνωμοσύνης και ευχαριστίας στην άσπρη τη μουριά που μου χάρισε τους γλυκούς της καρπούς, σε μένα και στα τόσα παιδιά του χωριού μου. Είναι το δένδρο που το έζησα και το ευχαριστήθηκα τόσο πολύ.”

14-7-1991

Από τη σελίδα του Μουντάδου στο Facebook

Επιλογή Ευθύνης – Επισκέψεις στα χωριά Μουντάδος, Καρυά, Μυρσίνη

Συνεχίζουμε τις επισκέψεις της στα χωριά. Σήμερα! Τετάρτη 20...

Δύναμη Δημιουργίας – Πρόγραμμα επισκέψεων συνδυασμού | Δευτέρα 18 Σεπτεμβρίου 2023

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΠΙΣΚΕΨΕΩΝ ΤΟΥ ΣΥΝΔYΑΣΜΟΥ ΤΗΝΟΣ – ΔΥΝΑΜΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ ΔΕΥΤΕΡΑ 18 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ...

Νεό τραγούδι του Βαγγέλη Κονιτόπουλου με αφιέρωση στον Μουντάδο της Τήνου

Ένα νέο τραγούδι έβγαλε ο Βαγγέλης Κονιτόπουλος με τίτλο...

Προγράμματα εορτασμού Αγίων Αναργύρων | Αρνάδο, Μουντάδο, Μαρλά

Φέρεται εις γνώσιν των ευσεβών και φιλεόρτων Χριστιανών τηςιεράς...