Στα πανηγύρια του καλοκαιριού, όπου οι νέοι σταδιακά επιστρέφουν, αποκαλύπτεται η ψυχή κάθε τόπου
Κάθε καλοκαίρι τα πανηγύρια στη νησιωτική και την ηπειρωτική Ελλάδα ξεκινούν από τα τέλη Ιουνίου και κορυφώνονται τον Δεκαπενταύγουστο με τη γιορτή της Κοίμησης της Θεοτόκου, όπως στην Ολυμπο της Καρπάθου (φωτ. πάνω). Τα πανηγύρια ενώνουν ντόπιους και επισκέπτες σε μεγάλα τραπέζια και χορούς, τιμώντας τα έθιμα και την παράδοση, ενώ παρατηρείται μια τάση επιστροφής των νέων σε αυτά, αλλά και η εμφάνιση των λεγόμενων «αστικών» πανηγυριών.
Εκεί που ανταμώνουμε και γινόμαστε ένα
Της Τασούλας Επτακοίλη
Κάθε καλοκαίρι, η αρχή γίνεται με τον Αη Γιάννη τον Κλήδονα, στις 24 Ιουνίου. Εκείνη τη μέρα, σύμφωνα με την παράδοση, στις γειτονιές των πόλεων και στις πλατείες των χωριών ανάβουν μεγάλες φωτιές. Και όλοι οι παρευρισκόμενοι περνούν τρεις φορές πάνω από τις φλόγες –διαδικασία εξαγνιστική ήδη από την αρχαιότητα–, για να αφήσουν πίσω τους καθετί κακό… Μέχρι το φθινόπωρο, σε όλη την Ελλάδα, ακολουθεί μια μακρά σειρά πανηγυριών, τα οποία συγκαταλέγονται στα πιο χαρακτηριστικά στοιχεία της άυλης πολιτισμικής κληρονομιάς μας και της συλλογικής μας ταυτότητας. Ειδικά η γιορτή του Δεκαπενταύγουστου προσθέτει μερικές από τις πιο όμορφες ψηφίδες στο πολύχρωμο μωσαϊκό των πανηγυριών μας· από την Τήνο, την Ολυμπο της Καρπάθου και την Κέρκυρα μέχρι τη Σαμαρίνα της Μακεδονίας, τους Καλαρρύτες της Ηπείρου και την Τεγέα της Πελοποννήσου. Κάθε τόπος, κι άλλος τρόπος για να τιμηθεί η Θεοτόκος. Στον περίβολο της Παναγίας της Πορταΐτισσας στην Αστυπάλαια, την παραμονή, μετά τον εσπερινό, στήνεται γλέντι με λαούτα και βιολιά και ανήμερα μαγειρεύεται το «Λαμπριανό», αρνί ή κατσίκι γεμιστό με ρύζι. Στο αντίστοιχο πανηγύρι στην Αγιάσο της Λέσβου, πολλοί από τους προσκυνητές περπατούν 25 χιλιόμετρα από την πόλη της Μυτιλήνης για να φτάσουν στην εκκλησία. Στη Σάμο σερβίρεται η «γιορτή», ένα έδεσμα με κατσίκι, σιτάρι και κρεμμύδια, τα οποία σιγομαγειρεύονται όλη τη νύχτα. Στην Παναγιά της Καστριανή, στην Τζια, φτιάχνουν το παραδοσιακό πατατάτο, δηλαδή κοκκινιστό κρέας με πατάτες. Ενώ το γλέντι για την «Ξυλοπαναγιά», στη Σέριφο, διαρκεί τρεις ολόκληρες ημέρες. Η παράδοση, μάλιστα, αναφέρει ότι όποιο ζευγάρι ανοίξει πρώτο τον χορό γύρω από τη μεγάλη ελιά της εκκλησίας θα παντρευτεί μέσα στον επόμενο χρόνο.
Και ο κατάλογος μοιάζει να μην έχει τέλος. «Ειδικά τα πανηγύρια του Αιγαίουείναι πάρα πολλά, μια και μιλάμε για εξήντα κατοικημένα νησιά, με 10.000 και πλέον εκκλησίες και ξωκκλήσια. Ως δρώμενα συμπυκνώνουν τόση ζωή και τόσο πολιτισμό όσο καμία άλλη κοινωνική εκδήλωση. Ο εκκλησιασμός, η μουσική, το τραγούδι, ο χορός και το φαγοπότι είναι αναπόσπαστα στοιχεία μιας τελετουργίας στην οποία συμμετέχει όλη η κοινότητα. Γέροι και νέοι, άντρες, γυναίκες και παιδιά παίρνουν μέρος στο γλέντι για να διασκεδάσουν, να χαρούν, να ξεφαντώσουν και να βιώσουν όλοι μαζί την ενότητα και τη συνοχή τους ως μέλη ενός ενιαίου κοινωνικού συνόλου. Η εμπειρία ενός πανηγυριού μετατρέπεται σε γνωριμία με έναν κόσμο ολάκερο· εδώ μπορεί κανείς να βρει τον δρόμο για να αποκαλύψει την ψυχή κάθε τόπου», λέει στην «K» ο Γιώργος Πίττας, συγγραφέας του βιβλίου «Πανηγύρια στο Αιγαίο».
Από τα δεκάδες πανηγύρια που έχει ο ίδιος επισκεφθεί, ποια ξεχωρίζει; Ποια σκέφτεται με μεγαλύτερη νοσταλγία; «Της Αγίας Παρασκευής στην Αρκεσίνη της Αμοργού –το πιο εντυπωσιακό των Κυκλάδων–, όπου μαγειρεύεται πατατάτο σε τριάντα καζάνια για 3.000 πιστούς, και του Προφήτη Ηλία στη Σίφνο, στην κορυφή του ψηλότερου βουνού του νησιού, σ’ ένα τοπίο όπου σου κόβεται η ανάσα. Τέλος, όλα τα αυγουστιάτικα πανηγύρια της Ικαρίας, που γίνονται μέσα σε λαγκαδιές και όπου συμμετέχουν εκατοντάδες σεληνιασμένοι πανηγυριστές!».
«Η εμπειρία ενός πανηγυριού μετατρέπεται σε γνωριμία με έναν κόσμο ολάκερο», λέει στην «K» ο συγγραφέας Γιώργος Πίττας.
Πόσο «ζωντανά» είναι;
Πέρα από τη σύνδεση με το παρελθόν, με την παράδοση και τα έθιμα της χώρας μας, πόσο ζωντανά είναι σήμερα τα πανηγύρια και πόσο «άτρωτα» απέναντι στις κοσμοϊστορικές αλλαγές που έχουν συμβεί στην ελληνική ύπαιθρο τις τελευταίες δεκαετίες; «Τα πανηγύρια ζουν και βασιλεύουν, με τη συμμετοχή ιδιαίτερα των νέων που, σε πείσμα των καιρών, ανακαλύπτουν “τη ζωή μαζί με τους άλλους”· βλέπουν ότι σ’ αυτά τα έσχατα υπολείμματα αυθεντικής κοινοτικής ζωής ίσως μπορέσουν να βρουν κάποιες απαντήσεις στα αδιέξοδα του σύγχρονου πολιτισμού μας», απαντά ο κ. Πίττας.
Ο συνθέτης και καλλιτεχνικός διευθυντής του ΔΗΠΕΘΕ Σερρών, Γιώργος Ανδρέου, δεν είναι το ίδιο αισιόδοξος. Για εκείνον, όταν μιλάμε για τα πανηγύρια, πρέπει να χρησιμοποιούμε χρόνους παρελθοντικούς. «Το πανηγύρι υπήρξε η κεντρική γιορτή της ενιαίας κοινότητας, μιας ομάδας με κοινή πεποίθηση πως η αναγκαιότητα της τελετής ήταν συγχρόνως και επιβεβαίωση της ενότητάς της. Τα “κουρμπάνια” (πάντα με την αφορμή μιας θρησκευτικής επετείου) περιείχαν –ως δρώμενα– συμβολισμούς πανάρχαιους: Το φαγητό, που συχνά ήταν ένας πολτός από κρέατα, δημητριακά και λαχανικά τα οποία έβραζαν ώρες μαζί (η προέλευσή τους με βεβαιότητα είναι προχριστιανική), συμβολίζοντας την ενότητα της φύσης, μια και η βρώση της είναι συγχρόνως ευχαριστία και άσκηση επιβίωσης. Τον χορό, που θεραπεύει το σώμα οδηγώντας το στην ανάληψη, στη μέθεξη μιας πειστικής υπαρξιακής απάντησης στο μέγα αίνιγμα του θανάτου», επισημαίνει. «Ολα αυτά, φυσικά, με τη συνδρομή της μουσικής, που μπορεί να αρθρώσει τα άρρητα, να δωρίσει ρυθμό και μελωδία στην ιστόρηση τραγουδιών συμπαντικής αναφοράς. Οταν όμως η κοινότητα διαιρέθηκε σε αλληλοσυγκρουόμενα υποσύνολα, το πανηγύρι κατέληξε τηλεοπτικό πρωινάδικο…».
Τα «αστικά» πανηγύρια της νεότερης γενιάς που ψάχνει τις ρίζες της
Της Μαρίας Αθανασίου
Εκατοντάδες νέοι άνθρωποι στη μέση της αρένας, πιασμένοι χέρι χέρι, σε έναν κύκλο που ξετυλίγεται σπειροειδώς μαγνητίζοντας το βλέμμα. Νεανικά χαμογελαστά πρόσωπα με μάτια που λάμπουν στροβιλίζονται ξέφρενα. Πριν από μερικές εβδομάδες, στην Τεχνόπολη, 5.000 άνθρωποι χόρεψαν και τραγούδησαν σε ένα μεγάλο πανηγύρι που στήθηκε με πρωτοβουλία της δημοφιλέστατης ινσταγκραμικής σελίδας Ρίζες (@rizesmas) – και τα βίντεο του οποίου ξεχειλίζουν σφρίγος, κέφι και ενέργεια.
Το Ρίζες Φεστ διοργανώθηκε για πρώτη φορά τον περυσινό Σεπτέμβριο στη Θεσσαλονίκη. Μέσα σε μόλις 15 ημέρες από την ανακοίνωση του φεστιβάλ, 3.000 άτομα πήραν εισιτήρια και βρέθηκαν στο Sonik Arena σχηματίζοντας μια μεγάλη παρέα, που χόρευε ασταμάτητα για ώρες και τραγουδούσε παραδοσιακά τραγούδια από όλη την Ελλάδα, σε μια συλλογική εμπειρία που συνδύαζε μια μεταπανδημική ανάγκη για σύνδεση και μοίρασμα, και μια τάση για επιστροφή και επανασύνδεση με την παράδοση που γίνεται ολοένα και πιο εμφανής τα τελευταία χρόνια – και μπορεί και αυτή εν μέρει να συνδέεται με την πανδημία. Αυτό ίσως δεν αποτελεί έκπληξη, το προφίλ όμως του κοινού που συνέρρευσε στα δύο Ρίζες Φεστ ήταν απρόσμενο. «Γνωρίζαμε ότι οι άνθρωποι που ακολουθούν τον λογαριασμό είναι ηλικίας 25 έως 44 ετών κυρίως. Στα δύο φεστιβάλ, όμως, διαπιστώσαμε ότι ο μέσος όρος ηλικίας των παρευρισκομένων ήταν 20-22 ετών», λέει η Γεωργία, μέλος της ομάδας Ρίζες. Νεαρόκοσμος που δεν θα περίμενε να δει κανείς σε ένα πανηγύρι, ειδικά στα πανηγύρια της επαρχίας ή σε αυτά που διοργανώνονται στις εξοχές της Αττικής. «Εχουμε διαπιστώσει πια ότι, λόγω της καραντίνας, υπήρξε σε όλους η ανάγκη επιστροφής στη φύση, στις ρίζες μας, στα χωριά μας», προσθέτει η Γεωργία.
Τι είναι όμως αυτό που πείθει τον νεαρόκοσμο, που σπάνια θα δει κανείς στην πίστα ή στις πλαστικές καρέκλες ενός χωριάτικου πανηγυριού, να γεμίσει την Τεχνόπολη και να σύρει τον χορό, δημιουργώντας μια τάση που παίρνει σιγά σιγά το όνομα «νέο» ή «αστικό» πανηγύρι; «Είναι ίσως ο τρόπος που γίνεται αυτό το πανηγύρι, γιατί στήνεται διαφορετικά από τα παραδοσιακά. Εχει έναν πιο συναυλιακό χαρακτήρα, υπάρχει σκηνή. Βέβαια, ταυτόχρονα φροντίζουμε πάντα να μένει χώρος για να μπορούν να χορεύουν. Η μουσική που παίζουμε, ο τρόπος που ενώνεται ο κόσμος είναι ακριβώς ίδιος με ένα πανηγύρι, η αίσθηση είναι ακριβώς ίδια με ένα πανηγύρι, αλλά θέλαμε να μην είναι φολκλόρ όλο αυτό, γιατί το φολκλόρ έχει πάρει αρνητική έννοια τα τελευταία χρόνια», εξηγεί η Γεωργία.
Ολο αυτό συνδυάζεται με μια επιστροφή στο παραδοσιακό τραγούδι τα τελευταία περίπου δέκα χρόνια, που έχουν αναδειχθεί πολλά συγκροτήματα νέων μουσικών με μεράκι και αγάπη για την παράδοση, οι οποίοι οργώνουν την ελληνική επαρχία κάνοντας συναυλίες που προσελκύουν νεαρές ηλικίες. Ο Τάσος Κοφοδήμοςτραγουδά και παίζει λαούτο στο μουσικό σχήμα Γκιντίκι, το οποίο από το 2015 παίζει και πειραματίζεται με την παραδοσιακή μουσική. Ο Τάσος επιβεβαιώνει ότι υπάρχει μια επανασύνδεση των νέων με την παράδοση, κυρίως σε ό,τι αφορά «τους νέους που ζουν στις πόλεις, καθώς στα χωριά η σύνδεση με την παράδοση δεν χάθηκε σε τόσο μεγάλο βαθμό. Η αλήθεια είναι πως και εμείς έχουμε μείνει έκπληκτοι με την ανταπόκριση που έχει η σκηνή που βρισκόμαστε, πράγμα που επιβεβαιώνει πως η παράδοση είναι ένας ζωντανός οργανισμός και δεν εστιάζει σε ηλικίες και πρότυπα του παρελθόντος». Σημειώνει δε πως, παρότι η έννοια της «επιστροφής στις ρίζες μας» έχει γίνει ένα μέινστριμ σύνθημα, «κρύβει μια βαθύτερη αλήθεια που είναι καθαρά προσωπική. Ετσι, η νεότερη γενιά βρίσκει χώρο να εκφράσει τον εαυτό της μέσω της κατανόησης της παράδοσης, ανακαλύπτοντας καινοτόμα και σύγχρονα στοιχεία όσο εξερευνά το παρελθόν. Αλλωστε, σε αυτό βοήθησαν διάφοροι καλλιτέχνες που συνετέλεσαν στο να ξεπεράσουμε το ταμπού που υπήρχε σε σχέση με την παράδοση, ενσωματώνοντας, διακριτικά, στοιχεία αυτής στη σύγχρονη δημιουργία. Πλέον μπορούμε να μιλήσουμε για “αστικά πανηγύρια” που έχουν διαφορετική μορφή και αισθητική».