Γράφει ο π. Μάρκος Γ. Φώσκολος.
Η Πασχαλινή Αγρυπνία αποτελεί την καρδιά της χριστιανικής πίστης, την Εορτή των εορτών. Για τούτο και τα πάντα αποτελούν συμβολισμούς για τη νέα ζωή που ανέτειλε από τον τάφο: η αφή της φωτιάς, το νέο (άγιο) φως, η πασχαλινή λαμπάδα, η ευλογία του νερού του βαπτίσματος, τα αναγνώσματα των μεγάλων νυχτών της ιστορίας, οι κωδωνοκρουσίες και το εκκλησιαστικό όργανο μετά από σιγή 3 ημερών, οι δοξαστικοί ύμνοι «Δόξα εν υψίστοις Θεώ» και «Αλληλούια» (που τους «νήστεψε» η Εκκλησία στις ψαλμωδίες της καθ’ όλη τη Σαρακοστή), το «Χριστός Ανέστη» κ.ο.κ. δίνουν την ευκαιρία να εισέλθουν οι πιστοί στο καινόν του Πάσχα. Κι από κοντά προσθέτουν οι πιστοί τους ασπασμούς της αγάπης, τις ατομικές τους λαμπάδες, τη συμμετοχή τους στη Θ. Κοινωνία, τις εκπυρσοκροτήσεις, τους σταυρούς στα ανώφλια με τη φωτιά της ανάστασης (κατ’ απομίμηση του εβραϊκού εθίμου), τις ευλογίες και τις ανταλλαγές ευχών (-Χριστός Ανέστη, -Αληθώς ο Κύριος), συμπληρώνουν το σκηνικό της χαράς και της ευφροσύνης.
Η Λαμπροβδομάδα, όπως ονομάζουν οι καθολικοί της Τήνου τη Διακαινήσιμο εβδομάδα, έχει τα δικά της έθιμα, με πρώτο και κυρίαρχο εκείνο της Αγάπης. Πράγματι, μέσα στη Λαμπροβδομάδα (αν είναι δυνατόν και τη Μ. Παρασκευή και το Μ. Σάββατο) θα πρέπει όλες οι ενορίες να επισκεφτούν και να ανάψουν τα καντήλια στα εξωκλήσια τους και στα ενοριακά κοιμητήρια, για να συμμετάσχουν στην πάνδημη αυτή χαρά και οι νεκροί, προς τους οποίους η διακήρυξη του Χριστός Ανέστη αποκτά μια άλλη εσχατολογική σημασία. Το άναμμα των καντηλιών επέχει θέση συνδέσμου και επαφή μνήμης με τους νεκρούς, αλλά και διακήρυξη ότι οι νεκροί είναι «κεκοιμημένοι». Όπου είναι εύκολο, αν το ενοριακό κοιμητήριο δεν απέχει πολύ από τον οικισμό, την ίδια τη μέρα του Πάσχα γίνεται η επίσκεψη της λιτανείας της Αναστάσεως στα κοιμητήρια, ή τελείται εκεί μέσα στη Λαμπροβδομάδα η αναστάσιμη Θ. Λειτουργία.
Η σημαντική συλλογική πασχαλινή εκδήλωση είναι οι «Αγάπες». Σε όλες σχεδόν τις ενορίες, μια καθορισμένη από τη μακραίωνη συνήθεια μέρα μέσα στη Λαμπροβδομάδα, φεύγουν οι κάτοικοι από το χωριό και πηγαίνουν σε κάποια εκκλησία στο ύπαιθρο, στη θάλασσα ή στο βουνό. Αφού οι ζώντες και μετά οι κεκοιμημένοι δέχτηκαν το χαρούμενο μήνυμα της Ανάστασης του Κυρίου, ήταν τώρα η σειρά της φύσης. Και για τη φύση ο Χριστός αναστήθηκε, αφού και η φύση στενάζει κάτω από τη σκλαβιά της φθοράς. Έτσι, η Εκκλησία από την αρχή της ύπαρξής της ευαγγελίζεται την Ανάσταση σε όλη την έμψυχη και την άψυχη φύση. Και το κάνει η Εκκλησία της Τήνου επισκεπτόμενη τα εξωκλήσια της και διακηρύττοντας προς κάθε κατεύθυνση το «Χριστός Ανέστη», ως μόνη ελπίδα και διέξοδο για την ίδια τη ζωή.
Στα καθορισμένα εξωκλήσια, την καθορισμένη μέρα της Λαμπροβδομάδας, για να μη συμπέσει με άλλο κοντινό χωριό, η διακήρυξη της Αναστάσεως γίνεται κατά την τέλεση της Θ. Λειτουργίας, την οποία ακολουθεί κοινή τράπεζα αγάπης. Εκεί κανείς δεν είναι ξένος και τίποτα δεν είναι «δικό μου», αλλά τα πάντα κοινά. Η πλήρης πρωτοχριστιανική κοινοκτημοσύνη, που εξέλιπε λόγω άλλων λόγων, εδώ αναβιώνει. Είτε με την απλούστερη μορφή στο απλωμένο τραπεζομάντηλο κάτω από τα δέντρα, είτε μπροστά στην αμμουδιά, είτε στο μοίρασμα φαγητών και κρασιού στα καλοστρωμένα και στολισμένα τραπέζια, είτε στη διανομή των σουβλιστών αρνιών. Και ακολουθεί η χαρούμενη διασκέδαση με «τα όργανα», κάποτε ήταν οι «σαμπούνες», μια κιθάρα, μια φυσαρμόνικα, τώρα ηλεκτρονικά όργανα, είτε με τις απλές αρμονικές φωνές των παλαιότερων. Κι από κοντά και ο χορός.
Αυτές ήταν η συνέχεια των πρωτοχριστιανικών εθίμων της «Αγάπης». Ανάλογη αναβίωση ήταν και τα πανηγύρια των χωριών.
Όμως, αυτό δεν ήταν το «μαράντισμα». Παλαιότερα στην Τήνο, με τον ερχομό της άνοιξης, οι κάτοικοι των χωριών τηρούσαν και ένα άλλο έθιμο, συνήθως στο τέλος του Απρίλη ή στις αρχές του Μάη, πάντως μετά το Πάσχα. Η «σαρακοστή» δεν επέτρεπε διασκεδάσεις… Το έθιμο αυτό, που ερχόταν από τα βάθη των αιώνων, ονομαζόταν «μαράντισμα». Σήμερα έχει πια εκλείψει, εξαιτίας του μοντέρνου τρόπου ζωής, που όλα τα υποτάσσει στη «δουλειά». Οι άνθρωποι έφευγαν από το χωριό κατά ομάδες, συνήθως κατά οικογένειες (σόι), ή και γειτονιές ή και όλο το χωριό μαζί (οι πιο μικροί οικισμοί) και πήγαιναν σε κάποια κοντινή προς τον οικισμό εξοχή. Έφερναν μαζί τους πρόχειρο φαγητό στο «μαντήλι» και το απαραίτητο κρασί. Και εκεί, μέσα σε ένα αλώνι ή σε κάποιο άλλο πρόχειρο χώρο, έτρωγαν, χόρευαν, πειράζονταν και γενικά διασκέδαζαν και χαίρονταν για τον ερχομό της άνοιξης. Τότε έφτιαχναν και τα στεφάνια με αγριολούλουδα. Έμεναν οι παρέες ως το απόγευμα και τραγουδώντας επέστρεφαν όλοι μαζί στο χωριό. Το έθιμο αυτό έχει εκλείψει από πολλά χρόνια τώρα. Ως ένα βαθμό, θα μπορούσαμε να πούμε πως συνεχίζει να αναβιώνει μέσα στο έθιμο της αγάπης, το οποίο, όμως διατηρεί τον θρησκευτικό και αναστάσιμο χαρακτήρα του.
Και του χρόνου!