Τη Μαρία τη γνώρισα χθες. Ήρθε πριν μερικά χρόνια στο νησί, απ’ την Αθήνα. Τόπος καταγωγής της ο Πύργος, όπου και επέστρεψε. Μέσα στο πλαίσιο της νέας της ζωής στο νησί, άρχισε ν’ ασχολείται και με τη φροντίδα των αδέσποτων ζώων. «Δεν τα φρόντιζε κανένας» μου είπε, «ήταν χάλια. Άρρωστα, αδύνατα, ατάιστα. Σκέτα φαντάσματα». Έτσι άρχισε συστηματικά να τα φροντίζει.
«Στην αρχή, μου έκαναν παράπονα ότι μαζεύονται πολλά γατιά και ενοχλούν τη γειτονιά. Έτσι αποφάσισα να τα στειρώσω μόνη μου, για να μην αυξάνονται». Η Μαρία δεν τα στείρωσε μόνο. Τα αποπαρασίτωσε, τα γιάτρεψε, τα τάισε, τα χάιδεψε. Τα φρόντιζε καθημερινά, χειμώνα-καλοκαίρι.
«Ήταν είκοσι πέντε γατιά! Κατάφερα και τα ανέστησα και βρήκα σπίτι για τα δεκαπέντε» μου είπε. «Μου είχαν μείνει άλλα δέκα. Και σίγουρα θα έβρισκα σπίτι και γι’ αυτά».
Δεν πρόλαβε, όμως. Την Κυριακή που μας πέρασε, τα γατιά δεν εμφανίστηκαν στο απόμερο σημείο όπου τα τάιζε. Άρχισε ν’ ανησυχεί, να ψάχνει, να κάνει αναρτήσεις, να ρωτάει. Μέχρι που βρήκε το πρώτο. «Ήταν στο χωράφι, Στέλιο. Το μισό το είχαν φάει ήδη τα κοράκια». Μέσα στις επόμενες ημέρες και ώρες, απ’ τη μυρωδιά της σήψης και μόνο, άρχισε να βρίσκει ένα-ένα και τα υπόλοιπα. Όλα δηλητηριασμένα.
Ήταν τα γατιά που τάιζε. Ανάμεσα σ’ αυτά ήταν και η γάτα του κυρίου Γιώργου, που έτυχε εκείνη την ημέρα να κάνει τη βόλτα της εκτός σπιτιού κι έφαγε κι εκείνη το δηλητήριο. Γατιά φροντισμένα, αγαπημένα, χαϊδεμένα. Γατιά για τα οποία το πρώτο σου μέλημα όταν λείπεις είναι το ποιος θα τα φροντίσει. Γατιά για τα οποία όταν βρέχει και κάνει κρύο, το πρώτο σου μέλημα είναι να τους βάλεις παραπάνω τροφή για να ’χουν θερμίδες. Γατιά που έχουν χουρχουρίσει στη χούφτα σου, έχουν τριφτεί στην αγκαλιά σου για να σ’ ευχαριστήσουν. Γατιά που σου ’χουν δώσει όλη την ομορφιά της άδολης αγάπης.
«Για όλα τα γατιά κλαίω» μου είπε η Μαρία. «Μα πιο πολύ γι’ αυτόν εδώ τον μαυρόασπρο. Ήταν κάτι μοναδικό. Τα πράγματα που καταλάβαινε, το πώς επικοινωνούσε. Ήταν σαν άνθρωπος. Γι’ αυτόν κλαίω παραπάνω. Γιατί δεν πρόλαβα να τον σώσω. Γιατί είχα ένα προαίσθημα πως θα γινόταν, αλλά δεν το πρόλαβα». Ο κόμπος στον λαιμό, το σπάσιμο της φωνής, η ενοχή για όσα δεν μπόρεσες να σώσεις, ο πόνος, το αδιέξοδο μέσα σου.
Τα γράφω αυτά γιατί τα έχω ζήσει κι εγώ.
«Δεν ξέρω τι θα κάνω» μου λέει. «Νιώθω ένα κενό, νιώθω σα να θέλω να φύγω απ’ τον τόπο. Δεν εχω πάει σπίτι μου καθόλου».
Καλέσαμε την αστυνομία, ζητήσαμε να γίνουν νεκροψίες, απαιτήσαμε να ακολουθηθεί η διαδικασία της προανάκρισης. Να γίνουν ερωτήσεις σε όλους τους γείτονες, να μαζευτούν στοιχεία. Να γίνει αντιληπτό ότι το να δολοφονείς ζώα σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να λαμβάνεται, να προβάλλεται και να συζητιέται ως μια «συνήθης πρακτική» που επαναλαμβάνεται. Απλά δεν πάει άλλο.
Το φαινόμενο φέρει ιδιαίτερη βία μέσα του. Οι άνθρωποι που μένουν πίσω ν’ αντιμετωπίσουν τον χαμό των ζώων που τόσο βάναυσα αποχωρίστηκαν, μένουν με βαθιές πληγές, με πόνο, με οργή, αλλά και με την αίσθηση ότι είναι ανυπεράσπιστοι. Ότι είναι οι γραφικοί, ότι αποτελούν την εξαίρεση. Το πρόβλημα είναι βαθύ και σκοτεινό. Είναι αξιακό, είναι σε επίπεδο λειτουργίας κράτους, θεσμών, τοπικής αυτοδιοίκησης, παιδείας – αλλά σε μεγάλο βαθμό είναι και απόρροια της δικής μας αδιαφορίας. Και αυτό πρέπει να αλλάξει. Σήμερα, τώρα, χτες.
Θα ακολουθήσουν πρωτοβουλίες σε όλα τα επίπεδα. Θέλουμε συμμετοχή.
Στέλιος Παπαδόπουλος
Διαχειριστής ομάδας «Φιλόζωοι Τήνου»