Γράφει η Ρέα Βιτάλη για το Protagon.gr
Oταν πρωτοήρθαμε… Πω, πω! Πέρασαν 26 χρόνια! Αδιανόητο. Όταν πρωτοήρθαμε, όταν δηλαδή επέλεξε την Τήνο η ψυχή μας ως προσωπικό μας παράδεισο, όλα, τέτοιες μέρες, ήταν αλλιώς. Την παραμονή του Δεκαπενταύγουστου, μαυροφορεμένες γυναίκες πλημμύριζαν το σύμπαν όλο. Οι περισσότερες είχαν δίπλα τους, το «τάμα» το ίδιο. Παιδάκια που σου έσκιζαν την καρδιά, σαστισμένα να παρακολουθούν, ακολουθώντας τη μάνα τους χέρι χέρι. Επίσης το σύμπαν πλημμύριζε Ρομά. Για την φυλή τους η παρουσία τους στο νησί ήταν επαναλαμβανόμενο τάμα ζωής. Θυμάμαι τα κορίτσια τους και τις γυναίκες με ρούχα σαν αυτά που ντυνόμασταν τις Απόκριες τσιγγάνες. Σειρές σειρές από πολύχρωμες φούστες, κοιλιές προτεταμένες, καθώς η κοιλιά είναι ιερό καμάρι σώματος, λίρες, κοσμήματα χρυσά, σκουλαρίκια κρίκοι, ότι είχαν και δεν είχαν, όλα τα στολίζονταν. Απλώνονταν ξέγνοιαστα, όπου υπήρχε χώρος, ιδίως γύρω από την εκκλησία, έτρεχαν νερά οι βρύσες και σαπουνάδες από παιδιά που τα μπανιάριζαν στον δρόμο. Οι μαγαζάτορες ψιλογκρίνιαζαν. Και την επομένη, όταν περνούσε η εικόνα στις 15 Αυγούστου ηλεκτριζόταν μια ατμόσφαιρα που δεν μπορώ να σας περιγράψω. Ενας ηλεκτρισμός πίστης. Ένα ασφυκτικό πλήθος, χέρια σηκωμένα να αγγίξουν έστω και λίγο, μάτια βουρκωμένα, μια δόνηση, η ίδια δόνηση από όλους που διαχέονταν σε όλους. Και με το που τελείωνε η τελετή με τους λόγους των επισήμων από εξέδρας, αυτό κι αν ήταν ενδιαφέρον, αυτόματα τα καράβια φόρτωναν επιβάτες, πλήθη που έφευγαν. Το ίδιο βράδυ ο τόπος ήταν άδειος. Πανέρημος. Θυμάμαι μια άλλη ατμόσφαιρα στα χρόνια του χρηματιστηρίου. Μια σκηνή χίλιες λέξεις. Θηριώδη αυτοκίνητα, κυρίως Porche Kayenne… Το θυμάμαι σαν τώρα! Τόσο εντύπωση που μου είχε κάνει. Βρουμ! Σταμάτησε ένα μαύρο κατάμαυρο και με μαύρα τζάμια, θηριώδες μπροστά μου, και βγήκαν από μέσα παιδάκια και παιδάκια και η μάνα τους και ο πατέρας τους και έβγαλαν κουρελούδες και ψευτοστρώματα και τα άπλωσαν στο λιμάνι να κοιμηθούνε με τον Ρέμο στην διαπασών! Όλος ο κόσμος δικός τους! Μα έτσι δεν ήταν για όλους; Θαρρούσαν όλοι, ότι όλος ο κόσμος ήταν δικός τους! Η Ολυμπιάδα ήταν το κρεσέντο μας. Συγκινητικά ενωθήκαμε στο μεγαλείο, στην χαρά, στη μαγεία, στη δημιουργία, στο κοινό «τάμα»… Ώστε αμέσως μετά να χωριστούμε στη μοναχική λύπη.
Ποιος να βοηθήσει ποιον; Ο καθένας και ο αγώνας προσαρμογής του. Ας είναι! Αρκεί που ζήσαμε τέτοια ένωση! Τότε και η ατμόσφαιρα του νησιού άρχισε να αλλάζει. Περίεργος συντονισμός. Όλο και πιο λίγοι, όλο και πιο λίγοι τον Δεκαπενταύγουστο. Τα «τάματα» προέκτειναν την εκκλησιαστική τουριστική περίοδο. Πλέον έρχονται Σεπτέμβριο, Οκτώβριο για το τάμα. Οι Ρομά επίσης άλλαξαν χαρακτηριστικά. Πάνε οι πλουμιστές φούστες. Και δεν έρχονται κατά εκατοντάδες, ούτε απλώνονται όπου γης. Μα πάντα, όσοι έρχονται κρατάνε το συνήθεια να εξαφανίζονται αμέσως μετά την περιφορά. Η Τήνος άλλαξε τουριστικό προσανατολισμό. Μπορεί να συνετέλεσε και το Tinos Food Paths, ένα συναπάντημα γεύσης που εμπνεύστηκαν οι εστιάτορες προσκαλώντας στο νησί, επαγγελματίες των ΜΜΕ της γεύσης. Νομίζω όσοι τα ζήσαμε θα έχουμε να τα θυμόμαστε. Ως ιερές στιγμές ομόνοιας, κοινού στόχου, φιλοξενίας, σύμπνοιας. Ακόμα βουρκώνω όταν θυμάμαι το κάλεσμα για γεύμα στην Μονή Ουρσουλινών. Τι κατόρθωσε μια ομάδα! Συνηθίζω να λέω ότι η Τήνος ομόρφυνε τα όμορφα της. Σύστησε στον κόσμο τα χωριά της. Τα σωθικά της. Σαράντα έξι χωριά. Ακόμα και η Χώρα, που δεν την έλεγες και όμορφη, έκανε το καλύτερο που μπορούσε. Σύστησε τα στενά της, όχι μόνο την «πρόσοψη». Τα μαγαζιά με εικόνες, τάματα, θυμιατά και λιβάνια κάθε χρόνο και λιγοστεύουν. Πλέον, όποτε απαντώ στο «Πού θα πάτε διακοπές;», «Στην Τήνο», αυτόματα η αναφορά τού κάθε απέναντι στρέφεται στα χωριά της και στα φαγητά της: «Εχουμε ακούσει για τα μαγευτικά χωριά της. Και τις φοβερές ταβέρνες της». Δίκιο έχουν. Τι να πρωτοσημειώσεις; Τον Μαρίνο της Μαραθιάς που έγραψε ένα σπουδαίο βιβλίο για τα ψάρια και την συντήρησή τους. Αυτή η παθιασμένη επιμονή του! Τον Ταρσανά, τον Ντουάρ, τη Σβούρα, το Κατώι, το Θαλασσάκι, τον Μαΐστρο, τα Δυο Χωριά, το Μπεεε, το Στέλλα, το Μικρό Καράβι και άλλα και άλλα… Δίκιο έχουν. Τα τοπία, τις περιοχές, την αγριάδα, την ομορφάδα. Τον αέρα… Να πάει και να φέρνει… Δεκαπενταύγουστος ξημερώνει. Πολλά έχουν αλλάξει στα χρόνια. Η προσευχή είναι μοναχική υπόθεση. Μα, δεν υπάρχει περίπτωση να μην επισκεφτεί επισκέπτης και την Παναγία. Το κεράκι. Το χαρτάκι υπέρ υγείας, υπέρ αναπαύσεως. Ο κόσμος δεν συνωστίζεται όπως παλιά τον Δεκαπενταύγουστο. Αλλά πάντα εκείνα τα χεράκια ν’ απλώνουν να πιάσουν λίγο από την εικόνα στο πέρασμά της. Όπως, στιγμής ναυαγός, μια σανίδα. Ολοι κολυμβητές μιας Αγίας Θάλασσας… Και καταφύγιο η Παναγία.