Οι αστείρευτες πηγές ενός μικρού τόπου, ως αντίποδας μιας αλλόκοτης ανάπτυξης Μαρία Στ. Δελατόλα-Παγανέλη (Πρόεδρος Δημοτικής Κοινότητας Καρδιανής)
Κείμενο με αφορμή την εκδήλωση «Υπερτουρισμός: Ποια είναι η τουριστική ανάπτυξη που θέλουμε για την Τήνο;», Καρδιανή 9/8/2025
Αν η ευχή σε έναν άνθρωπο θα ήταν να είναι αστείρευτα τα καλά του στοιχεία, τι να ευχόμασταν, άραγε, και, βέβαια, να «έπιανε» σε έναν φυσικό, περιβαλλοντικό πόρο; Ίσως δεν θα ήταν ευχή αλλά παράκληση στο να μην στερέψει, να μην χαθεί, να μας ακολουθεί ή καλύτερα να περπατούμε πλάι- πλάι, χαρούμενοι και οι δύο, που βλεπόμαστε, αγγιζόμαστε, σιγοτραγουδάμε και γιατί όχι… ακούμε ο ένας τον άλλο!
Μικρός τόπος σε έκταση, αλλά με αφθονία σε φυσικές χάρες! Άπλετο πράσινο, απέραντη θέα, τρεχούμενα νερά από δημόσιες κρήνες, παραδοσιακή αρχιτεκτονική, καλντερίμια. Μικρός τόπος, με λιγοστούς κατοίκους, αλλά με πολλές «δυνάμεις», υποκινούμενες από αστείρευτη ενέργεια, ξεπερνώντας αρκετά συχνά, τα καθημερινά τετριμμένα του να φας, να πιεις, να περάσεις καλά και γενικά να «μην πολυσκάς» για το τι συμβαίνει γύρω σου σήμερα, τι έρχεται, τι θα συμβεί αύριο, τι χάνουμε –αργά, αλλά σταθερά– από το χθες!
Άραγε τι μπορεί να συμβεί αν, μακάρι, συμπέσει να συμπορεύονται με ανεξάντλητο ρυθμό θετικής «ύπαρξης» οι φυσικές και ανθρώπινες πηγές ή συνολικά οι πόροι ενός μικρού τόπου; Προφανώς, θα αντλεί ο ένας από τον άλλο, θα πορεύονται συνάμα, προσπαθώντας να στηρίζει ο ένας τον άλλο, σε περίπτωση «αδιαθεσίας», ώστε να ξαναορθοποδήσουν και να συνεχίσουν. Αυτό όμως που, μάλλον, δεν θα επιτρέψουν ο ένας στον άλλο, θα είναι να στερέψουν, να σβήσουν, να εξαφανιστούν, ακόμη και να αλλάξουν παντελώς τη ρότα τους, αλλάζοντας σιγά-σιγά, δίχως να το πολυκαταλαβαίνουν, εκείνα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την ύπαρξή τους.
Πόσο μάλλον αυτές οι, προ αμνημονεύτων χρόνων, αστείρευτες πηγές ενός μικρού τόπου, να επιτρέψουν ή να δώσουν «ανεξέλεγκτο χώρο» σε έναν ελκυστικό, με πολλαπλή και πολυσχιδή μορφή έλξης αλλά, την ίδια στιγμή, προκλητικό και αλλόκοτο «εισβολέα». Έναν εισβολέα του οποίου η μόνη έγνοια θα είναι να εξαντλήσει, αργά αλλά σταθερά, τον φυσικό και ανθρώπινο πλούτο που βρήκε στον ερχομό του, στερεύοντας εκείνες τις τοπικές πηγές, τις δυνάμεις, που ανθίστανται να παραδοθούν παντελώς, προσπαθώντας, στο τέλος, να σωθεί (να εξαντληθεί) ακόμη και κάθε σκέψη διαφύλαξης εκείνων των στοιχείων που αποκτήθηκαν με περίσσιο φυσικό και ανθρώπινο μόχθο!
Αν όμως αυτός ο εισβολέας έρθει, στην αρχή θεωρητικός, φτιασιδωμένος και υπερκαλυμμένος με ωραία ρούχα, μπογιές και γαλιφιές, ανακοινώνοντας και διαφημίζοντας τον εαυτό του, «εγώ είμαι εδώ για εσάς», «εγώ θα σας δώσω γρήγορα κέρδη», «εγώ είμαι η λύση για ό,τι ονειρευτήκατε η στερηθήκατε», «εγώ είμαι η συνέχεια της ύπαρξής σας, της δικής σας και του τόπου σας» — και λέγομαι ανάπτυξη. Τι ωραία που ακούγονται όλα αυτά και ακόμη πιο όμορφα σερβίρονται «με μπόλικη σάλτσα», από τον έναν στον άλλο, καλυμμένα με άπιαστες ευκαιρίες για καινούρια αποκτήματα και νέους κόσμους. Κάποιες, ίσως ισχνές, ερωτήσεις για λεπτομέρειες του όρου ανάπτυξη, αρχίζουν να χάνονται όταν ο θελκτικός εισβολέας αρχίζει να «βάζει πόδι», αφού αυτές οι ερωτήσεις αναφέρονται στη βελτίωση της καθημερινότητας: «θα αυξηθεί η αγροτική μας παραγωγή;», «θα βελτιωθούν οι εργατικές συνθήκες στα λατομεία;», «θα στελεχωθεί το σχολείο μας;», «θα στηριχθούν τα μπακάλικα του χωριού;»… Tίποτα από όλα αυτά, γιατί αυτή η ανάπτυξη θα λέγεται τουριστική!
Τότε η «ξεγύμνωση» του όρου αρχίζει λίγο-λίγο να διαφαίνεται, την ίδια στιγμή όμως που ξεγυμνώνονται και οι ράχες από τις ελιές, οι λιγοστές ισιάδες από τα σιτηρά, οι κήποι από τα ζαρζαβατικά, τα κελιά από τις μανιαδούρες, τα σπίτια από τα καταστέγια. Αντ’ αυτών, στα χαμηλά βουνά αρχίζουν να στριμώχνονται τα άσπρα ή πέτρινα εξανθήματα, το γαλάζιο της θάλασσας να προσπαθεί να σκαρφαλώσει στην ξερή επιφάνεια του τόπου και να τρίβονται τα μάτια, μήπως και κάνουν λάθος, που βλέπουν την θάλασσα στη στεριά! Αρχίζουν να «σώνονται», όμως, και το «άφημα» του περισσεύματος της καθημερινής σοδειάς στην πόρτα του συγχωριανού, το καθημερινό μάλωμα για το πότισμα των κήπων, το γειτονιό στις καμάρες, στα σκαλάκια και στις μισόπορτες των σπιτιών του χωριού, η ανταλλαγή του πιάτου με ό,τι το διαφορετικό και με το καλύτερο πεσκέσι.
Αρχίζουν και τα χειρότερα… Περίπου όλα και όλοι ξένοι! Τι να πεις, εκτός από μια «ξερή» καλημέρα — και αυτή ψάχνοντας να δεις «αν σε παίρνει»! Αρχίζουν να λιγοστεύουν και οι άγραφοι νόμοι καλής συνύπαρξης, να μειώνονται οι ανοχές του καθενός, να ενοχλεί η παρουσία του άλλου, αφού «έκλεψε» κάτι λίγο, νομίζοντας ότι μόνο η δική του ύπαρξη θα πρέπει να ικανοποιηθεί. Αρχίζει να φαίνεται το μη νοιάξιμο για τον μικρό τόπο, η αφροντισιά για τη γειτονιά, η μη προσδοκία του κάθε συγχωριανού για στήριξη και όποια βοήθεια σε ένα ακόμη και μη λεκτικό αλλά υπαρκτό αίτημα.
Και τότε, οι πληγωμένες, ανεξάντλητες, φυσικές και ανθρώπινες, πηγές του μικρού τόπου αρχίζουν να διερωτώνται, να ανησυχούν, να αγωνιούν αλλά και να καθησυχάζουν η μία την άλλη, για το συνεχόμενο αλλά σταθερό «κατρακύλημα» που είδαν να «παίζεται», μπροστά τους, στον βωμό της ανάπτυξης. Παράξενο, ίσως, που πρώτα έτρεξαν να φωνάξουν οι φυσικές πηγές (πόροι) και να θέσουν σε εγρήγορση τις ανθρώπινες σκέψεις να μιλήσουν και να συζητήσουν ότι η τουριστική ανάπτυξη ενός μικρού τόπου, καλό θα είναι να αναδιατυπωθεί ή μάλλον να αναδιπλωθεί!
Στο «τέλος της ημέρας» οι αστείρευτες πηγές, συνολικά, ενός μικρού τόπου, μάλλον θα ξανασυναντηθούν, θα σιγοψιθυρίσουν και θα περπατήσουν αντάμα, αντιστεκόμενοι σε μια «καμουφλαρισμένη» και πολυδιαφημιζόμενη ανάπτυξη!