Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου
14.8 C
Tinos

Η Καλύβα στο Αγάπη Τήνου

Γράφει ο Μάνθος Πρελορέντζος

Κάνοντας μια πρωινή βόλτα στο νησί αντιλαμβάνεσαι ότι δεν έχει καμία σχέση από αυτή που θα έκανες για παράδειγμα έστω και 10 χρόνια πριν. Τα πράγματα αλλάζουν ραγδαία. Δεν ξέρω βέβαια αν αυτό το αντιλαμβάνονται οι περισσότεροι, αλλά εμένα η σημερινή βόλτα μου έφερε στο μυαλό την ιστορία που είχα διαβάσει κάποτε στην αξιόλογη ιστοσελίδα volax.gr, όπου ο συντοπίτης μας με το ψευδώνυμο “Ιρανόν” παραθέτει την παρακάτω ιστορία:

“Μια φορά, στα τέλη της δεκαετίας του ’70, βάδισα προς το παλιό στενό δρομάκι που πήγαινε στ’ Αγάπη. Το λέω αυτό γιατί όταν είμαστε παιδιά, τότε που όλη μέρα γυρνούσαμε γύρω από το χωριό για εξερευνήσεις, δεν κατεβαίναμε ποτέ σε εκείνα τα μέρη.

Στα κοντινά ξωκλήσια ναι: Άγιο Μάρκο, Αγία Μαρίνα, συχνά, ήταν δίπλα μας. Στα Περάματα, στο «Γαλάζιο Όρος», μια-δυο φορές. Στον Πετριάδο, επίσης. Μια φορά μέχρι τον Άγιο Γιάννη, ακόμη και κει, και ας φαινόταν πιο κοντά από ότι πραγματικά ήταν. Από το Άπλωμα όμως και κάτω δεν πηγαίναμε. Άντε μέχρι τις Σαββαγιάννες ή τα ριζά του Βουνού. Το Αγάπη το βλέπαμε από μακριά. Ή ακούγαμε από το «Θρόνο» στο Άπλωμα, τις μουσικές που έφερνε ο αέρας από κάποια πανηγύρια και γιορτές.

Κι όμως, στα τέλη της δεκαετίας του ’70, στον δρόμο που οδηγούσε στο Αγάπη είδα μια μικρή ξύλινη καλύβα. Σήμερα φαίνεται φυσιολογικό, αλλά τότε δεν ήταν: αν έβλεπες κάποιο στάβλο, έναν μικρό αποθηκευτικό χώρο, μια καθ’κιά, αυτή θα ήταν φτιαγμένη με πέτρες, για να μην πω με βράχια λαξευμένα. Μέχρι εκεί. Δεν νομίζω να μετέφερε κάποιος τούβλα στα μακρινά μέρη. Ξύλα στη περιοχή, ούτε για δείγμα. Μόνο πέτρες και βράχια, τα είπαμε αυτά. Δέντρα ελάχιστα, κουρασμένα από τον άνεμο, τόπος χωρίς πράσινο.

Την καλύβα την θυμάμαι πολύ μικρή, σαν σπίτι νάνου. Πιο μεγάλη από αυτά τα ξύλινα σπιτάκια για τους σκύλους, πιο μικρή για να μπορεί να ζει μια οικογένεια. Κι όμως, ενώ την είχα δει αυτή τη μικρή καλύβα, πίστευα για χρόνια πως ήταν μια φανταστική εικόνα, πως δεν υπήρξε ποτέ, παρά για κάποιους αδιευκρίνιστους λόγους είχε γεννηθεί και σφηνωθεί μόνο στο δικό μου μυαλό. Για χρόνια όταν την ανέφερα σε άλλα παιδιά από το χωριό δεν την ήξερε ή δεν τη θυμόταν κανένας. Τα παιδιά με ρωτούσαν που την είδα, αλλά δυστυχώς δεν μπορούσα να θυμηθώ τη θέση της. Μέχρι που σταμάτησα να το μοιράζομαι με άλλους, παρά το γεγονός πως το ανακαλούσα πολλές φορές στη μνήμη μου.

Τα χρόνια πέρασαν, μέχρι που στο βιβλίο «Σύντομες και Παράξενες Ιστορίες» του Μπόρχες, διάβασα αυτό:

«Στο Λι-Πο γράφει ότι, το Μινγκ Τανγκ ήταν ένα μαγικό κτίσμα, που εξασφάλιζε τη δύναμη του Σύμπαντος και είχε τη μορφή του. Σύμφωνα με τα παλαιά βιβλία, θα έπρεπε να είναι μια παράγκα με ψάθινη στέγη. Η αυτοκράτειρα Βου Χου δεν ανεχόταν τέτοια ταπεινοφροσύνη και ύψωσε ένα Μινγκ Τανγκ τεράστιο και μεγαλόπρεπο που, όμως, δυσαρέστησε τους ουρανούς. Γιατί το σύμπαν δεν ήταν τίποτα παραπάνω από μία καλύβα. Γι’ αυτό και οι ουρανοί άνοιξαν και με δυνατή βροχή και τρομακτικό αέρα, κατέστρεψαν το Μινγκ Τανγκ. Καλύτερα να εξαφανιστεί αυτό το κτίριο, σκέφτηκαν, και ας φανταστεί ο καθένας όπως θέλει το σύμπαν.»